Ο Φροϋδικός μύθος της πρωτόγονης ορδής

Ποιος ο ρόλος του φόνου στον μύθο της πρωτόγονης ορδής;

Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής

Σύμφωνα με τον φροϋδικό μύθο της ορδής των πρωτόγονων την οποία μελέτησε ο Freud (1912-13 στο έργο του «Τοτέμ και Ταμπού»), τα μέλη της, τ’ αδέρφια δηλαδή, συνασπίστηκαν  και σκότωσαν τον τυραννικό πατέρα,  τον αρχηγό της φυλής. Tον εκθρόνισαν για να του πάρουν τη θέση, την εξουσία. Στη συνέχεια αφού συγκρούστηκαν άγρια για την κατάκτησή της  ήρθε μια στιγμή που  μετανόησαν για την πράξη τους και επανενώθηκαν για να επανορθώσουν λατρεύοντάς τον σε έναν τόπο: ήταν η  πρώτη εκκλησία, ένας  υπερβατικός- μεταφυσικός χώρο όπου ο Παντοδύναμος  επανεπενδύεται ως αντικείμενο λατρείας .  Η χωροταξική κατανομή της θρησκευτικής κοινότητας αποτελεί το πρότυπο δόμησης του κτιρίου γενικότερα. Οι γραμμές αυτής της κατανομής του χώρου αποτελούν γραμμές ρήξης , ίχνη, αποτυπώματα των βίαιων επεισοδίων στην περιοχή του παντοδύναμου αρχηγού τα οποία τον απομονώνουν από την φυσική του ύπαρξη (ρήγμα) μέσα στην κοινότητα αλλά τον προάγουν σε συμβολικό αντικείμενο ταυτίσεων (πίστη, λατρεία του παντοδύναμου). Ένα τέτοιο σκεπτικό βρίσκει αρχιτεκτονική εφαρμογή πρωτίστως στα θρησκευτικά κτίρια αφοσιωμένα στην ιδέα του θανάτου, όπως η χριστιανική θρησκεία (Σταύρωση και θάνατος του Χριστού, Κοίμησης της Θεοτόκου κλπ) .

Η  παντοδυναμία του εκτοπισμένου μετατράπηκε σε μια συμβολική Εστία, γύρω από την οποία τα μέλη της ομάδας ταυτίστηκαν για να λατρέψουν τον εκπεσόντα, έτσι ώστε να υποστηρίζεται γενικότερα  ότι η συμβολική τάξη των πραγμάτων, ο συμβολισμός έχει δραματική προέλευσηκαι η κουλτούρα είναι γένους αρσενικού, προερχόμενη από τον σφαγιασμό του πατέρα, αρχηγού της ορδής. Αυτό που εξακολουθεί να παραμένει  είναι το ενοχικό συναίσθημα το οποίο οι προφήτες  συντηρούν αδιάκοπα. Όμως αυτό,  ως επιστροφή του απωθημένου, εμφανίζεται υπό άλλη μορφή. Δεν αφορά πλέον στις τύψεις εξαιτίας του φόνου του πατέρα και του μίσους γι’ αυτόν, αλλά παίρνει τη μορφή της κακής συνείδησης για τα επαναλαμβανόμενα αμαρτήματα ενάντια στις εντολές του Θεού.

Ο  Freud σημείωνε ότι  η πατροκτονία είναι το πρωταρχικό έγκλημα της ανθρωπότητας και του ατόμου.  Τα μέλη της πρωτόγονης ορδής αφού σκότωσαν τον Πατέρα, διαμέλισαν το σώμα του και το έφαγαν σε ένα τοτεμικό γεύμα. Έκτοτε συνεχίζουν να  τύπτονται   για την αποτρόπαια πράξη τους, εξακολουθούν να φτιάχνουν εκκλησίες και να συγκεντρώνονται σ’ αυτές για να εξιλεώνονται με συνέπεια  τη δημιουργία του Συμπλέγματος του Πατέρα και της  Νοσταλγίας του Πατέρα.

Γενικότερα  ο Freud ταξινομεί την θρησκεία ως ένα φαινόμενο της κουλτούρας του ανθρώπου και την τοποθετεί στη δόμηση του ηθικού νόμου υπό το στίγμα του Πατέρα. Είναι η  επιβεβαίωση της ύπαρξης ενός Θεού-Πατέρα, με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να διατηρεί σχέσεις επιθυμίας, σχέσεις μιας πεποίθησης ότι είναι  εκλεγμένος του Πατρός,  σχέσεις υπακοής και ενοχής. Αυτό που είναι κοινό σε όλες τις θρησκείες παρά τις όποιες διαφορές τους, εκεί που όλες συγκλίνουν,  είναι στην αντιμετώπιση των μνημονικών ιχνών αναφορικά με το συμπαντικό δράμα εναρκτήριο της ανθρωπότητας, το φόνο του αρχαϊκού πατέρα, του αρχηγού της πρωτόγονης ορδής.

Στο έργο του «Ο Μωυσής και ο μονοθεισμός» (1934-38),  ο Freud σημειώνει ότι  η μωσαϊκή θρησκεία αποτελεί για πρώτη φορά στην ιστορία όλων των θρησκειών, την μονοθεϊστική έννοια του ενός, μοναδικού και οικουμενικού Θεού. Όταν ακόμα βρίσκονταν  στην Αίγυπτο οι ισραηλινοί τέθησαν στην εξουσία αυτού του μεγάλου άνδρα που τους δίδαξε και επέβαλε μια θρησκεία αντι-μαγική, βασισμένη στην αγάπη αλλά πρωτίστως τον φόβο ενός παγκόσμιου Θεού, που πάνω απ’ όλα κάνει ώστε να ακούγεται και να εκτελείται ο Λόγος του Νόμου. Όμως μια μέρα το Ισραήλ εξεγέρθηκε, απέρριψε το δόγμα του και τον σκότωσε για να ξαναβρεί τα παλιά του είδωλα, με επακόλουθο  τη δημιουργία της μονοθεϊστικής ιουδαϊκής θρησκείας ως συνέπεια  της πατροκτονίας (δολοφονία του Mωυσή), και την ενεργοποίηση ενός ενοχικού αισθήματος που συνολικά συνέτεινε στην εξέλιξη της πνευματικότητας των ανθρώπων και της αφηρημένης (συμβολικής) σκέψης.

Ωστόσο η  ιστορική εκδοχή του φόνου δεν έγινε αποδεκτή από τους εβραίους,  απωθήθηκε και ξεχάστηκε (συλλογική απώθηση του εγκλήματος), με τίμημα το μίσος εναντίον τους (αντισημητισμός).Επικράτησε μια άλλη ιστορία, η καταγωγή της εβραϊκής θρησκείας από έναν άλλο Θεό, εντούτοις η πραγματική εκδοχή διατηρήθηκε ασυνείδητα και επανεμφανίστηκε διαμέσου της εβραϊκής θρησκευτικής λατρείας (επιστροφή του απωθημένου). Υπό αυτό το πρίσμα ο μονοθεϊσμός είναι μια επιστροφή προς τα πίσω καθώς αποτελεί την ύστατη μορφή  στην οποία καταλήγει και με την οποίαν εκφράζεται η νοσταλγία του πατέρα στα αδέρφια. Πρόκειται για την υπενθύμιση ενός ιστορικού γεγονότος  που διατηρήθηκε διαμέσου της παράδοσης. Αυτό που επιστρέφει πίσω είναι το μωσαϊκό δόγμα, ενώ παραμένει απωθημένη η ανάμνηση του φόνου του Μωυσή.  Ο φόνος του Μωυσή με τη σειρά του δεν ήταν παρά η εκδραμάτιση (actingout) του φόνου του αρχαϊκού πατέρα και είναι ακριβώς αυτός ομεθύστερος φόνος, η διάπραξη που επισυνέβη ώστε να πάρει τη θέση της ανάμνησης. Γεγονός είναι ότι στον Μωυσή δεν πρόκειται πια για προϊστορία όπως στον φόνο του προϊστορικού πατέρα- αρχηγού της πρωτόγονης ορδής,  αλλά για ιστορία (δεύτερος φόνος, μεθύστερος του πρώτου).

Ο Freud αντί του προπατορικού αμαρτήματος[1],  προτείνει την ιδέα ενός αρχαϊκού σφάλματος (φόνος του πατέρα),  διάπραξη την οποίαν ο ιουδαϊσμός συσκότισε (δεν αναφέρεται στην ιουδαϊκή θρησκεία ότι οι εβραίοι σκότωσαν τον Μωυσή), και είναι ίσως για αυτόν τον λόγο που η εβραϊκή  αποκλείστηκε από το βάθρο μιας οικουμενικής θρησκείας, επειδή δεν παραδέχεται το έγκλημα του φόνου. Ενδεχομένως είναι για αυτούς ακριβώς τους λόγους που  η εβραϊκή θρησκεία  είναι ανησυχαστική και μισητή,  ερώτημα που διερεύνησε ο Freud το 1939:«Προς τι ο αντισημητισμός»;

Η χριστιανική θρησκεία, σε αντιδιαστολή με την ιουδαϊκή,  υποβαθμίζει τη θρησκεία του Πατέρα εισάγοντας τον Υιό (εξ ου και η χριστολογία), έναν καινούργιο συμβιβασμό ανάμεσα στην εξέγερση του Υιού και την συμφιλίωση με τον Πατέρα, εκδήλωση-σύμπτωμα της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης που είναι εγγενής στην κουλτούρα και τον πολιτισμό. Ο Χριστιανισμός έλαβε υπόψη αυτό που πραγματικά συνέβη και απωθήθηκε. Όπως σημειώνει ο Malamoud (1998), oXριστιανισμός γεννήθηκε από την ανάγκη της επανασύνδεσης με την πραγματική ενοχικότητα, αυτήν που  προκύπτει από τo αρχαϊκό έγκλημα και την οποίαν  εξιλεώνει διαμέσου μιας θυσίας που εγκαθιστά την κοινωνία των αδερφών γύρω από την από κοινού κατανάλωση του πατέρα.

Υπάρχουν ομοιότητες (αναλογίες) μεταξύ των ψυχαναγκαστικών πράξεων και των θρησκευτικών πρακτικών Ο Freud αντιλήφθηκε την θρησκεία ως μια απαραίτητη νεύρωση του εξελισσόμενου πολιτισμού, οπότε πρότεινε ως επεξηγηματικό μοντέλο ένα εξελικτικό σχήμα  ιστορίας που μετατοπίζει επί του πολιτισμού το πρότυπο της ατομικής ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης: η θρησκεία ως σύμπτωμα θα ήταν μια συλλογική ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση, η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση είναι το παθολογικό προσόμοιο το αντίστοιχο της θρησκευτικής διαδικασίας. Η νεύρωση είναι η ατομική θρησκευτικότητα μας ενώ η θρησκεία είναι η οικουμενική ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση.    Επίσης περιέγραψε τις ψυχικές δομές που υπεισέρχονται στη θρησκεία και τον μυστικισμό, ειδικότερα τον ιουδαιοχριστιανισμό : τάση για ένωση πέραν του Εγώ (η πρωταρχική εμπειρία της ευτυχίας έγκειται στην ένωση) , νοσταλγία του πατέρα,  σχέσεις με τον πατέρα ανάλογες με αυτές του οιδιποδείου συμπλέγματος. Αυτές οι ψυχικές συνθήκες  μπορεί να οδηγήσουν σε παθολογικές θρησκευτικές συμπεριφορές και πεποιθήσεις (αποκρυφισμός, θρησκειολαγνείακ.λ.π).

Είναι σχεδόν αδύνατο σε μια οργανωμένη ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση να μην απαντώνται θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Η συμπτωματολογία των ιδεοψυχαναγκαστικών είναι γεμάτη από μαγικές δεισιδαιμονίες όπως χρησμοί», θυσίες. Οι ασθενείς αυτοί συμβουλεύονται «ιέρειες» (μέντιουμ, μελλοντολόγους κ.λ.π.) βάζουν στοιχήματα με τον Θεό, φοβούνται τις κουβέντες και την αρνητική επίδραση εις βάρος τους (κατάρες, γλωσσοφαγιά, «μάτι», μάγια…). Συμπεριφέρονται σα να πιστεύουν σε φαντάσματα και δαίμονες μολονότι είναι ταυτόχρονα έξυπνοι άνθρωποι. Ζητώντας συμβουλές από «μάγους» είναι σαν να αιτούνται την άδεια από τον Θεό ή τη συγχώρεση για κάτι μάλλον απαγορευμένο ή σα να ρίχνουν την ευθύνη στον Θεό για πράξεις τους οι oποίες τους γεμίζουν τύψεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σε ορισμένες παραδοσιακές κοινωνίες όπου παρατηρούνται συλλογικά τελετουργικά απέναντι σε ό,τι δεν εναπόκειται στον ανθρώπινο έλεγχο ( π.χ εξευμενισμός του «κακού πνεύματος» των καιρικών συνθηκών) , ελαχιστοποιούνται στο ατομικό επίπεδο οι ιδεοψυχαναγκαστικές  οργανώσεις , εφόσον το άτομο δεν χρειάζεται ένα modus αμυντικό κατά του άγχους γιατί αυτό του προσφέρεται μέσα από τη συλλογικότητα της κοινότητας ( ήθη, έθιμα, αποτρεπτικές τελετές…). Όταν το μικρό παιδί, υπό την επήρεια της αρχής της πραγματικότητας, οφείλει να εγκαταλείψει την πίστη στην παντοδυναμία του, τότε πιστεύει ότι οι ενήλικες γύρω του, οι «μεγάλοι», είναι παντοδύναμοι ( προβολή της μεγαλομανίας του). Όταν μεγαλώσει, την παντοδυναμία του την οποία είχε προβάλει στους ενήλικες, τη μεταθέτει στον Θεό και είναι ακριβώς αυτή η παντοδύναμη φιγούρα η οποία γίνεται το επίκεντρο των αμφιθυμικών συναισθημάτων του ιδεοψυχαναγκαστικού : θέλει να σκοτώσει τον «πατέρα». Γίνονται έτσι κατανοητές οι έμμονες συγκρούσεις στους θρησκευτικά ευλαβείς ανθρώπους (ψυχαναγκαστικοί) ανάμεσα στην πίστη και σε παρορμήσεις βλασφημίας. Στην ιδεοψυχαναγκασική νεύρωση προεξάρχει ένα Υπερεγώ εν είδει  αυστηρού και άκαμπτου δικαστή. Εδώ το Εγώ υποχρεούται να αντισταθεί στις καταστροφικές ώσεις του Εκείνου οργανώνοντας, αμυντικά, εξ αντιδράσεως σχηματισμούς (σχολαστικότητα, υπερβολική καθαριότητα, τύψεις). Προκύπτει μια αληθινή κόλαση για τον ασθενή.  Θα λέγαμε ότι  η ψυχαναγκαστική νεύρωση είναι το κλασικό μοντέλο πάνω στο οποίο λειτουργεί ο ψυχισμός μας καθώς συμπυκνώνει μία από τις πλέον συγκρουσιακές πρωτογενείς παιδικές αντικειμενοτρόπες σχέσεις : εκείνη που μας ενώνει με τον πατέρα (σκληρό και άκαμπτο υπερεγώ). Ωστόσο ο Freudτο 1927 μελετώντας την επίδραση της χριστιανικής θρησκείας στη Δύση («Το  μέλλον μιας αυταπάτης») πρόγνωσε ότι το πεπρωμένο των θρησκειών γενικότερα είναι η εξαφάνισή τους καθώς θα φτάσει κάποια μέρα όπου η ανθρωπότητα θα καταφέρει να ξεπεράσει την παιδική της νεύρωση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ η υστερία περιγράφτηκε κλινικά και αιτιολογικά περίπου 2000  χρόνια Προ Χριστού από αιγυπτίους γιατρούς, αντίθετα  δεν βρίσκουμε κανένα ίχνος  περιγραφής της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης στα ιατρικά, φιλολογικά, θρησκευτικά κείμενα πριν την έλευση του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού. Αμφότερες οι θρησκείες είναι πατριαρχικές και μονοθεϊστικές στο μέτρο που βασίζονται στην πίστη σε ένα θεό / πατέρα και μία θρησκευτική ζωή σύμφωνη προς τα ιερά τους βιβλία, τον νόμο και τις παραδόσεις. Στον «πατροκεντρικό» κόσμο του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού η απαγόρευση  του taboo της αιμομιξίας  νομοθετείται από τον πατέρα. Έτσι προκύπτει η αμφιθυμία της αγάπης και του μίσους στη σχέση με αυτόν. Oι δύο θρησκείες βασίζονται στην αγάπη για τον πατέρα θεό και στην απώθηση των εχθρικών ιδεών   και συναισθημάτων για αυτόν, την οργή  τους εναντίον του επειδή εκείνος απαγορεύει την αιμομιξία,  δίπολο που συνιστά  την συγκινησιακή κατάσταση της αμφιθυμίας. Γίνεται έτσι κατανοητή η απέχθεια του ψυχαναγκαστικού σε κάθε έκφραση εξουσίας, μολονότι φαινομενικά είναι οπαδός της τάξης. Ο Freud χαρακτηρίζει την ιστορία του Οιδίποδα σαν μια περίπτωση ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης: αγάπη και μίσος μαζί, ταυτόχρονα, για τον Πατέρα. Έτσι η ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση φέρνει στο προσκήνιο την ουσία της οιδιπόδειας σχέσης. Από τη στιγμή της εμφάνισης των δύο θρησκειών αρχίζουν να πληθαίνουν τα κείμενα προς εξαγνισμό όσων πράξεων και ιδεών δεν συμμορφώνονται με την ανωτέρα βούληση. Η «κόλαση»  του ιδεοψυχαναγκαστικού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η παθολογική εκδοχή της θεμελιώδους πατριαρχικής νομοθεσίας του ιουδαιοχριστιανισμού, για τον οποίο ο Freud επισημαίνει τόσο τις αδυναμίες όσο και τις αρετές.

Το «ου φονεύσεις» είναι η  πρώτη απαγόρευση της αφυπνιζόμενης ηθικής συνείδησης Μια τόσο δυνατή απαγόρευση δε μπορεί παρά να στρέφεται εναντίον μιας εξίσου δυνατής παρόρμησης, καθώς αυτό που δεν ποθεί η ψυχή κανενός ανθρώπου δε χρειάζεται να απαγορευθεί, αποκλείεται από μόνο του (Freud 1915): «Aκριβώς η υπογράμμιση της εντολής ου φονεύσεις μας επιβεβαιώνει ότι καταγόμαστε από μια ατελείωτη γενιά φονιάδων που είχαν τη δίψα του φόνου στο αίμα τους, όπως ίσως και εμείς ακόμη» (σ.54).

Υποστηρίχθηκε  ότι η εβραϊκή θρησκεία πραγματοποιεί την ύψιστη πολιτιστική πνευματικότητα και ότι οι προφήτες της είναι μεγάλες πατριαρχικές μορφές. Ωστόσο κατά τον Vergotte (2001) αυτή  παραμένει φυλακισμένη εντός του  άλυτου οιδιπόδειου συμπλέγματος και ως εκ τούτου ενοχοποιεί, παθητικοποιεί και υποδουλώνει το υποκείμενο απέναντι στον Πατέρα-Θεό.

Ο  Freudκαταλήγει να εφαρμόζει στην  συλλογική ψυχολογία ενός λαού την ατομική μεταψυχολογία. Υπάρχει αναλογία ανάμεσα στα συλλογικά θρησκευτικά φαινόμενα και τη διαδικασία της απώθησης στο ατομικό επίπεδο, κατά το σχήμα: πρώιμο τραύμα-άμυνα-λανθάνουσα κατάσταση-εμφάνιση της νευρωτικής ασθένειας και μερική επιστροφή του απωθημένου. Στο συλλογικό/θρησκευτικό επίπεδο το αρχαϊκό τραύμα είναι η  δολοφονία του πατρός που απωθείται, λανθάνει ασυνείδητα, και επιστρέφει εν είδει Κυρίου/Πατρός, αντικειμένου λατρείας. Στην φροϋδική σκέψη, ο φόνος του πατέρα είναι ένας επιστημονικός μύθος στο μέτρο που παραπέμπουν σε μια εγκαθιδρύουσα δομή, όπως ακριβώς και η θεωρία των ενορμήσεωνη οποία, μολονότι είναι απαραίτητη,  εντούτοις είναι  μυθολογία εξαιτίας της απόλυτης άγνοιάς μας ως προς τη δυναμική των ψυχικών διαδικασιών (Μalamoud 1998). Έτσι, όπως  και ο μύθος του φόνου του αρχαϊκού πατέρα,  οι ενορμήσεις είναι πλάσματα μυθικά, φοβερά μέσα στην ασάφειά τους. Στην ψυχαναλυτική πρακτική ο σκοπός της ερμηνείας είναι η ανάδυση του τραυματικού, επομένως στο θρησκευτικό κείμενο κατ’ αναλογίαν στοχεύουμε στο τραύμα επί του οποίου έχει τις ρίζες του  η θρησκεία που είναι ο φόνος του αρχαϊκού πατέρα της πρωτόγονης ορδής και οι τύψεις που επακολουθούν[2].  

Εν κατακλείδι, ο Freud στο Τοτέμ και Ταμπού (1912-13), κάνει λόγο για την ενοχή που προέκυψε μετά τον φόνο του πατέρα της πρωτόγονης ορδής, ένδειξη ότι ο Νόμος αποτελεί μια εξιδανικευμένη οντότητα, ένα σημαίνον του Ονόματος του Πατρός, που παραπέμπει στο ενδεχόμενο του ευνουχισμού, δηλαδή σε μια λειτουργία που περιορίζει και διαφεντεύει την επιθυμία του υποκειμένου. Δεν πρόκειται εδώ για έναν πραγματικό ακρωτηριασμό, ωστόσο τυχόν τέτοιες  φαντασίες μπορεί να είναι παρούσες στο υποκείμενο τόσο περισσότερο όσο λιγότερο δούλεψε σ’ αυτό ο συμβολικός ευνουχισμός.

Στο φροϋδικό έργο «Τοτέμ και ταμπού» η πατροκτονία είναι η θεματική που σοβεί στην καταγωγή της μονοθειστικής θρησκείας.   Αναφέρεται, και  στο κείμενο   «Mωυσής και Μονοθεισμός» (Freud ), πως, στην πρωτόγονη εποχή, ο άνθρωπος ζούσε σε μικρές ορδές όπου η κάθε μια κυβερνάτο από έναν ρωμαλέο άνδρα. Ειδικότερα, ο ρωμαλέος αυτός άρρενας, εξουσιαστής και πατέρας όλης της ορδής διέθετε απεριόριστη και τραχεία εξουσία. Τόσο οι γυναίκες όσο και οι κόρες της ορδής ανήκαν σε αυτόν, καθώς και όσες είχε αρπάξει από τις άλλες εχθρικές ορδές. Η τύχη των υιών ήταν οδυνηρή, όταν τύχαινε να προκαλέσουν την ζηλοτυπία του πατέρα τους, διότι αυτός τους έσφαζε, τους ευνούχιζε, τους έδιωχνε ή εξαναγκάζοντο να ζήσουν σε μακρινές κοινότητες και μόνο με την διαρπαγή μπορούσαν να προμηθεύονται γυναίκες. Πολλοί κατόρθωναν και δημιουργούσαν για τους εαυτούς τους μια κατάσταση ανάλογη μ’ εκείνη του πατέρα τους στην πρωτόγονη ορδή. Οι πιο νέοι υιοί είχανε προνομιούχα θέση, γιατί επροστατεύοντο από την αγάπη της μητέρας τους και έτσι μπορούσαν ευκολότερα να τον διαδεχτούν. Αυτό το πρώτο στάδιο της «κοινωνικής» οργάνωσης το διαδέχτηκε ύστερα ένα άλλο, όπου αναμφισβήτητα, τα αποδεδιωγμένα αδέλφια, συγκροτημένα σε κοινότητες, συνενώθηκαν για να κατανικήσουν τον πατέρα τους και σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, να τον καταβροχθίσουν. Αυτός ο κανιβαλισμός επέζησε σε πολύ πιο μεταγενέστερες εποχές, στους σημερινούς πρωτόγονους. Ο φόβος και το μίσος προς τον πατέρα τους συμπορευόταν, παράλληλα, και με τη λατρεία του ως πρότυπο. Στην πραγματικότητα ωστόσο, ο καθένας ήθελε να πάρει τη θέση του. Η κανιβαλιστική πράξη, κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια ταύτισης με τον πατέρα μέσα από την πράξη της καταβρόχθισης ενός μέλους από το σώμα του, πράξη αντίστοιχη της ιεροτελεστίας της χριστιανικής κοινωνίας, όπου ο πιστός αφομοιώνει συμβολικά το αίμα και το σώμα του Θεού, ως  μια άλλης μορφής τοτεμικού γεύματος. Ύστερα από τον φόνο του πατέρα, οι αδελφοί συνεπλάκησαν μεταξύ τους για την διαδοχή του, με σκοπό την προσωπική επικράτηση. Συν τω χρόνω, αντελήφθησαν το ανώφελο αποτέλεσμα του ανταγωνισμού τους, την βλάβη που προκαλούσε στους δεσμούς τους και την απολύτρωση της απελευθέρωσής τους, ως καρπός κοινής δράσεώς τους και συντάσσουν μεταξύ τους ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Από αυτό προήλθε η πρώτη μορφή κοινωνικής οργάνωσης με την παραίτησή τους από τις ενστικτώδεις παρορμήσεις τους, με την ανάληψη αμοιβαίων υποχρεώσεων, με την εγκαθίδρυση ορισμένων θεσμών που διεκηρύχθησαν ως απαραβίαστοι και ιεροί. Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε η δημιουργία της ηθικής και του δικαίου. Ο καθένας τους εγκατέλειψε το όνειρό του να αντικαταστήσει τον πατέρα του ή να αποκτήσει ερωτικά την μητέρα του ή την αδελφή του. Έτσι θεσπίστηκε το ταμπού της αιμομιξίας και ο νόμος της εξωγαμίας. Ένα σημαντικό τμήμα της κυριαρχικής εξουσίας, που απελευθερώθηκε με τον θάνατο του πατέρα, περιήλθε στα χέρια των γυναικών (μητριαρχία). Στη διάρκεια αυτής της περιόδου «της ορδής των αδελφών», η ανάμνηση του πατέρα έμεινε ζωηρή υπό την αναπαράσταση ενός δυνατού ζώου, ως υποκατάστατο του πατέρα (ζωοφοβία). Ειρήσθω εν παρόδω, αναφέρεται πως η μορφή ενός τοτέμ, συχνά ως ζώου, εθεωρείτο ως ο ενσαρκωμένος πρόγονος, ο προστάτης της Φατρίας και γι’αυτό θα έπρεπε να το λατρεύουν και να το τιμούν, καθώς, αντιθέτως, εθεσπίζετο τελετή όπου το ζώο τοτέμ θα δοκίμαζε την ίδια τύχη  που είχε γνωρίσει κι ο πατέρας. Η ακολουθούμενη μέθοδος, αφορούσε στο θάνατο του ζώου και την βρώση του από όλα τα μέλη της Φατρίας, ως μια γιορτή αναβίωσης της νίκης των υιών συνασπιζομένων εναντίον του πατέρα τους (τοτεμικό γεύμα, σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Σμιθ). Επομένως, ο τοτεμισμός μπορεί να θεωρηθεί ως το πρώτο προσχέδιο θρησκείας για την  ιστορία της ανθρωπότητας, λόγω της στενών σχέσεων που απορρέουν από αυτή ανάμεσα στους ηθικούς κανόνες και τις ηθικές υποχρεώσεις της.   Η εμφάνιση του Μονοθεϊσμού, κατά τον Freud, ως η πίστη σε ένα ισχυρό πρόσωπο, αναγόμενο στη θεοποίηση του, αποκαλύπτει την επιτακτική ανάγκη του ατόμου να τίθεται υπό έναν αρχηγό που να τον θαυμάζει, να γονοκλίνει ενώπιον του, να εξουσιάζεται από αυτόν και κάποτε μάλιστα να υφίσταται και την κακομεταχείριση από μέρους του. Πηγάζει από την προσήλωση προς τη μορφή του Οιδιπόδειου Πατέρα, ενός πατρικού προσώπου που συγκεντρώνει τη δύναμη της θέλησης και της επιβολής αυτής, την αποφασιστικότητα και κατεύθυνση των πράξεων, καθώς και την έμπνευση του φόβου και της αποστασιοποίησης του, μέσω της εικόνας ενός ανυπέρβλητου Μεγάλου Άνδρα.

Στην φροϋδική σκέψη υπάρχει αναλογία ανάμεσα στα συλλογικά θρησκευτικά φαινόμενα και τη διαδικασία της απώθησης στο ατομικό επίπεδο, σύμφωνα με το σχήμα: πρώιμο τραύμα-άμυνα-λανθάνουσα κατάσταση-εμφάνιση της νευρωτικής ασθένειας και μερική επιστροφή του απωθημένου. Στο συλλογικό/θρησκευτικό επίπεδο το αρχαϊκό τραύμα είναι δολοφονία του πατρός που απωθείται, λανθάνει ασυνείδητα και επιστρέφει εν είδει Κυρίου/Πατρός, αντικειμένου λατρείας.

Κατά την Μ.Μοskovici (στον Ferrari 2002), τα παραπάνω βοηθούν να κατανοηθεί και το καθεστώς εκείνων των πατεράδων των οποίων η λειτουργία ενώ είναι απούσα στο άμεσο αισθητηριακό και  αντιληπτικό επίπεδο, ωστόσο αναγνωρίζονται ως πατέρες στη λειτουργία της σκέψης των γιών τους οι οποίοι πράγματι τους ορίζουν ως πατέρες.

Συμπέρασμα: Η αλήθεια της θρησκείας είναι ιστορική και έχει τις ρίζες της στον μύθο της πρωτόγονης ορδής. Εκφράζει, διαμέσου της μετάθεσης, την αρχαϊκή συγκρουσιακή συνθήκη, γενέτειρα του πολιτισμού. Ο Freud συνδέει την πρόοδο της επιστήμης και της διάνοιας με την έλευση της πατριαρχικής δικαιοδοσίας. Στην δυτική κοινωνία του 20ου  και 21ου  αιώνα έχουν σημειωθεί πάσης φύσεως απόπειρες παρέκκλισης από την πατριαρχική εξουσία. Έτσι ο φροϋδισμός  ως επιστήμη, προϊόν μιας πατριαρχικής θρησκείας και κοινωνίας, μπορεί να χρησιμεύει ως προμαχώνας ενάντια στις διάφορες απόπειρες κατάργησης και κατάλυσης της οικογένειας. 

ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Ο Dostoevsky  η πατροκτονία και οι κρίσεις επιληψίας (“DostoevskyandParricide”, S.E. vol. 21, TheHogarthPress, London, 1961).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σάββας Μπακιρτζόγλου Σημειώσεις Εκπαιδευτικού Προγράμματος Επέκεινα-Ψυχαναλυτική Πράξη


[1]Προπατορικό αμάρτημα.  Σύμφωνα με τη Βίβλο, όταν ο Θεός τοποθέτησε τους πρωτόπλαστους στον κήπο της Εδέμ, τους επέτρεψε να τραφούν από όλους τους καρπούς αυτού του κήπου, εκτός από τον καρπό του λεγόμενου δέντρου της Γνώσης του Καλού και του Κακού, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο του Κήπου. Όμως ο όφις ο αρχαίος, δηλαδή ο διάβολος, που ήταν και αυτός εγκατεστημένος εκεί, παραπλάνησε την Εύα λέγοντας της ότι, τρώγοντας από αυτόν τον συκεκριμένο καρπό, θα μπορούσε και αυτή και ο Αδάμ να γίνουν παντοδύναμοι. Υποστήριξε ότι αυτός ήταν ο λόγος της απαγόρευσης από το Θεό να δοκιμάσουν τους καρπούς εκείνου του δέντρου. Έτσι η Εύα, παραπλανημένη από το φίδι, δάγκωσε και γεύτηκε την αμαρτία και παρότρυνε και τον Αδάμ. Αφού το γεύτηκε και ο Αδάμ, ο Θεός τους φώναξε να εμφανιστούν μπροστά του. Εκείνοι αρνήθηκαν λόγω της ντροπής που ένιωθαν επειδή ήταν γυμνοί, ντροπή που απέκτησαν όμως αφού έφαγαν από το απαγορευμένο δέντρο. Τότε ο Θεός ρώτησε τον Αδάμ γιατί το έκανε. Ο Αδάμ απάντησε “η γυναίκα που μου έδωσες φταίει αυτή με παρέσυρε”. Η Εύα κατηγόρησε με τη σειρά της το φίδι. Έτσι δεν αναγνώρισαν την συγχώρεση. Ο Θεός τιμώρησε για αυτό τον λόγο τους ανθρώπους και το φίδι.

[2]Κατά τον Α. Γιαννάκουλα (2002) η επιστήμη ασχολείται με το δράμα νοούμενο ως δράση, ως σύνολο αντικειμενικών πράξεων ενώ η ψυχανάλυση ως επιστήμη αναφέρεται στην τραγωδία. Στο δράμα οι αιτίες είναι ενδεχομένως εξωτερικές και το πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί με την επιστημονική πρόοδο (με τεχνολογικά και πρακτικά μέσα) , ενώ στην τραγωδία, χώρος και χρόνος, αγάπη και μίσος, ομοιότητα και διαφορά συνυπάρχουν ακριβώς όπως στο ασυνείδητο. Οι τεχνολογικές διευκολύνσεις, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, οι υγιεινές εγκαταστάσεις, τα καλύτερα ψυχιατρεία κ.λπ. μπορούν να επιλύσουν σε κάποιο βαθμό το δράμα του ψυχιατρικού ασθενούς, αλλά δε θα μπορέσουν ποτέ ν’ αλλάξουν την ευπάθειά του, δε θα μπορέσουν να επιλύσουν τις εσωτερικές συγκρούσεις που συνδέονται και συνυπάρχουν με την προσωπική του ιστορία. Δεν αρκούν καινούργιες διατάξεις ώστε να καλυφθεί το ανεκπλήρωτο κενό του υιοθετημένου παιδιού, ούτε η νομιμοποίηση των εκτρώσεων μπορεί ν’ αποδώσει αθωότητα κι εμπιστοσύνη στη γυναίκα απελευθερώνοντάς την από την αμφιθυμία ή την ενοχή της.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ