Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής
Ο Dostoevsky (στον Freud 1927-28), έψαχνε απεγνωσμένα για αγάπη και είχε μια τεράστια ικανότητα να αγαπά. Εντούτοις οι χαρακτήρες στο λογοτεχνικό του έργο είναι βίαιοι, δολοφόνοι και εγωιστές, γεγονός που προδιαθέτει ώστε να υποθέτουμε ανάλογες τάσεις εντός του συγγραφέως συνδυαστικά με κάποια γεγονότα της ζωής του, όπως το πάθος του για την χαρτοπαιξία και μια προσωπική μαρτυρία του ιδίου για ασέλγεια εις βάρος ενός νεαρού κοριτσιού. ΟStefanZweig ( στονFreud 1927), σημείωνε χαρακτηριστικά ότι δεν τον σταματούσαν τα αναχώματα/εμπόδια της μικροαστικής ηθικής. Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτήριζε τον εαυτόν του επιληπτικό εξαιτίας των σοβαρών κρίσεων που πάθαινε και κατά τις οποίες έχανε τη συνείδησή του, εμφορείτο από μυϊκούς σπασμούς και υπέφερε από κατάθλιψη. Κατά τον Freud συνέτρεχαν πολλοί λόγοι ώστε η φερόμενη ως επιληψία να μην ήταν, ενδεχομένως, παρά ένα σύμπτωμα της νεύρωσής του, το σημείο μιας «επιληψίας» υστερικής προελεύσεως. Ο Fulop-Miller ( στονFreud 1927) σημείωνε «…στην παιδική ηλικία του συγγραφέα συνέβη κάτι φοβερό, αλησμόνητο και εναγώνιο επί του οποίου ενεγράφησαν τα πρώτα σημάδια της ασθένειάς του» (σελ.185). Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι κρίσεις του Dostoevsky σταμάτησαν τελείως στη διάρκεια της εξορίας του στη Σιβηρία, εντούτοις άλλες πληροφορίες το διαψεύδουν. Ο Freudβεβαιώνει πως το μόνο σίγουρο είναι πως η κάθειρξή του στην σιβηρική φυλακή τροποποίησε την παθολογική του κατάσταση. Στους «Aδελφούς Κaramazov» συναντάμε τη σύνδεση ανάμεσα στον φόνο του πατέρα και την κακιά μοίρα του πατέρα του ίδιου του Dostoevsky η οποία αποτελεί το σοβαρότερο τραύμα της ζωής του: η αντίδραση του σ’ αυτό συνιστά το κρίσιμο σημείο της νεύρωσής του. Οι πρώτες κρίσεις του στην παιδική ηλικία (πριν να οργανωθούν σε επιληπτικές) παρέπεμπαν στο θάνατο, εμφορούντο από το φόβο του θανάτου, έμοιαζαν με καταστάσεις λήθαργου και υπνηλίας, ένα είδος ξαφνικής μελαγχολίας σα να επρόκειτο να πεθάνει επί τόπου. Οι κρίσεις του εν είδει θανάτου σήμαιναν την ταύτιση του συγγραφέα με κάποιον πεθαμένο «είτε με κάποιον νεκρό, είτε με κάποιον που βρίσκεται στη ζωή αλλά τον θάνατο οποίου εύχεται το άτομο» ( Freud 1927, σελ. 183). Για το αγόρι αυτό το άλλο πρόσωπο – του οποίου εύχεται το θάνατο – συνήθως είναι ο πατέρας του και η (υστερική) κρίση συμπυκνώνει το νόημα της αυτοτιμωρίας εξαιτίας μιας επιθυμίας θανάτου εναντίον ενός μισητού πατέρα: «ήθελες να σκοτώσεις τον πατέρα σου, έτσι ώστε εσύ ο ίδιος να πάρεις τη θέση του. Τώρα έγινες ο πατέρας σου, αλλά ένας νεκρός πατέρας-ιδού ο συνήθης μηχανισμός των υστερικών συμπτωμάτων. Και, επιπροσθέτως: τώρα ο πατέρας σου θα σε σκοτώσει» (σελ.184). Το 1912-13 στο έργο του «Τοτέμ και Ταμπού» ο Freudσημείωνε ότι η πατροκτονία είναι το πρωταρχικό έγκλημα της ανθρωπότητας και του ατόμου: τα μέλη της πρωτόγονης ορδής (αδέρφια) συνασπίστηκαν για να σκοτώσουν τον τυραννικό Πατέρα τους και να του πάρουν (κλέψουν) την εξουσία. Διαμέλισαν το σώμα του και το έφαγαν σε ένα τοτεμικό γεύμα. Έκτοτε τύπτονται για την αποτρόπαια πράξη τους, φτιάχνουν εκκλησίες και συγκεντρώνονται σ’ αυτές για να εξιλεώνονται. Η σχέση του αγοριού με τον πατέρα είναι αμφιθυμική. Μαζί με το μίσος του γι’ αυτόν τον οποίο γυρεύει να ξεφορτωθεί ως αντίπαλο και ανταγωνιστή, συνήθως σοβεί και μια μεγάλη δόση τρυφερότητας. Το αγόρι θέλει να γίνει σαν τον πατέρα (ταύτιση) επειδή τον θαυμάζει αφενός, αλλά και επειδή θέλει να τον «ξεπετάξει» από τα πόδια του για να ιδιοποιηθεί τη μητέρα. Το όλο εγχείρημα προσκρούει σε εμπόδια, επειδή κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι η απόπειρα του να διώξει το μπαμπά του ως αντίπαλο θα είχε ως συνέπεια την τιμωρία του με ευνουχισμό. Έτσι παραιτείται από την πρόκληση να ξεφορτωθεί τον πατέρα και να κατέχει τη μητέρα. Εντούτοις, αυτή η επιθυμία διατηρείται στο ασυνείδητο ( μέσω της απώθησης) και κάνει την εμφάνισή της υπό τη μορφή τύψεων. Έχουμε εδώ την φυσιολογική διαδικασία, το πεπρωμένο του Οιδιποδείου ψυχοσυμπλέγματος.
Ο Freudστο «Τοτέμ και ταμπού» σημειώνει ότι «ο πατέρας είναι ο φοβερός εχθρός των σεξουαλικών ενδιαφερόντων της παιδικής ηλικίας. Η τιμωρία που επισείει ο πατέρας είναι ο ευνουχισμός ή το υποκατάστατό του, η τύφλωση» (σελ.164).
Ο Freud (1927) σημειώνει χαρακτηριστικά: «ακόμα και το Πεπρωμένο δεν αποτελεί εντέλει παρά μια μεθύστερη προβολή του πατέρα» (σ.185).
Είναι από τη δολοφονία του πατέρα του και μετά που οι κρίσεις του συγγραφέα άρχισαν να αποκτούν τον επιληπτικό τους χαρακτήρα. Μέσω της ταυτίσεως του συγγραφέα με τον νεκρό πατέρα, αυτές έγιναν εξίσου φρικτές με τον τραγικό θάνατο του μπαμπά του. Εντούτοις σε αυτές συμπυκνώνεται και μια υπέρτατη ευδαιμονία θριάμβου, ένα αίσθημα απελευθέρωσης που παραπέμπουν στα συναισθήματα βίωσαν τα αδέρφια της πρωτόγονης ορδής όταν άκουσαν τα μαντάτα του θανάτου του Πατέρα τους. Ήταν ένα γλέντι (τοτεμικό γεύμα) που κατέληξε στη συνέχεια, στην στυγερότερη τιμωρία τους, τις τύψεις: είναι η αλληλουχία του θριάμβου και του πένθους των αδερφιών της πρωτόγονης ορδής.
Γίνεται κατανοητό ότι ο Dostoevsky δεν υπέφερε από τις επιληπτικές κρίσεις κατά την κάθειρξή του στη Σιβηρία επειδή, καθώς τιμωρείτο με άλλον εσωτερικό τρόπο (ενοχές), δεν χρειαζόταν πια την επιληψία. Φαίνεται ότι η ανάγκη της τιμωρίας ήταν απαραίτητη για την ψυχική του οικονομία. Ο συγγραφέας ήταν πολιτικός κρατούμενος, η καταδίκη του ήταν άδικη και μάλλον αυτό το γνώριζε, εντούτοις την αποδέχτηκε, μολονότι δεν την άξιζε. Αφέθηκε στα χέρια του Τσάρου – ο βασιλιάς εν είδει πατρικού υποκατάστατου – για να υποστεί την τιμωρία που του άξιζε εξαιτίας του «αμαρτήματός» του ενάντια στον πραγματικό του πατέρα. Αντί να αυτοτιμωρηθεί άφησε να τιμωρηθεί από τον απεσταλμένο του πατέρα του, τον Τσάρο.
Ο ίδιος διηγείτο σε έναν φίλο του ότι η ευερεθιστότητα και η κατάθλιψη μετά από μια επιληπτική κρίση οφείλονταν στο γεγονός πως ο ίδιος αισθανόταν εγκληματίας, ότι δε μπορούσε ν’ απαλλαγεί από αυτό το αίσθημα και ότι κουβαλούσε πάνω του ένα φορτίο μιας απροσδιόριστης-άγνωστης ενοχής που τον συνέθλιβε.
Ο Freud σημειώνει πως τρία από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όλων των εποχών, ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, ο Άμλετ του Shakespeare και οι Αδερφοί Κaramazov του Dostoevsky πραγματεύονται όλα το ίδιο θέμα, την πατροκτονία. Και στα τρία, το κίνητρο για την διάπραξη είναι η αντιπαλότητα για μια γυναίκα. Ήταν απεριόριστη η συμπάθεια του Ρώσου συγγραφέα για τους εγκληματίες (ταύτιση μαζί τους), τόσο τους κοινούς, όσο και τους πολιτικούς και θρησκευτικούς οι οποίοι τροφοδότησαν το λογοτεχνικό του έργο. Ωστόσο είναι μόνο προς το τέλος της ζωής του που επέστρεψε πίσω στον αρχέγονο εγκληματία, τον πατροκτόνο, χρησιμοποιώντας τον, διαμέσου ενός αριστουργήματος, για να κάνει την προσωπική του εξομολόγηση. Η συμπάθεια του για τους εγκληματίες δεν είχε να κάνει με οίκτο, αλλά θύμιζε το δέος με το οποίο αντιμετώπιζαν στο παρελθόν τους παράφρονες και τους επιληπτικούς.
Ένας εγκληματίας ήταν γι’ αυτόν σχεδόν ένας Απελευθερωτής/Σωτήρας ο οποίος κουβαλούσε πάνω του την ενοχή των άλλων. Από τη στιγμή που κάποιος είχε ήδη εγκληματήσει όλοι οι υπόλοιποι μπορούσαν να απαλλάσσονται από την ανάγκη της διάπραξης. Με αυτήν την έννοια κόσμος θα όφειλε να είναι ευγνώμων απέναντι στον εγκληματία.
Απόσπασμα από τοκείμενο «Ο Dostoevsky η πατροκτονία και οι κρίσεις επιληψίας»