Ο αναλυόμενος καλείται να ομιλεί ελεύθερα χωρίς λογοκρισία για ό,τι του έρχεται στο νου, και ο αναλυτής τον ακούει και παρεμβαίνει σε μια ατμόσφαιρα διαλεκτικής (από το διαλέγομαι που σημαίνει διεξάγω συζήτηση). Η έκβαση της θεραπευτικής εργασίας ερείδεται μεταξύ άλλων επί της ερμηνείας του συμβολικού νοήματος των λέξεων, των πράξεων και των φαντασιακών παραγώγων του αναλυομένου (ονειροπόληση, όνειρο της νυκτός, παραλήρημα κ.λπ.).

Η ψυχαναλυτική πράξη απευθύνεται σε ανθρώπους οι οποίοι δυσλειτουργούν σ’ έναν ή περισσότερους από τους πυρηνικούς τομείς της ζωής: στις σχέσεις (προσωπικές, οικογενειακές), τη δουλειά (απασχόληση, δημιουργικότητα), την υγεία.

Ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ή ψυχανάλυση μπορούν να ζητούν άτομα με διαταραχές προσωπικότητας/ συμπεριφοράς και γενικότερα όσοι υποφέρουν από πάσης φύσεως ενδοψυχικές συγκρούσεις, από επίμονες τύψεις και σοβαρό αίσθημα αυτοϋποτίμησης, από γενικευμένο άγχος και ένταση, από κατάθλιψη, ιδεοληψίες, ψυχαναγκασμούς, υποχονδρία, φοβίες, διαταραχές του ύπνου ή της διατροφής, από συζυγικά προβλήματα, αδιέξοδα στις γονεϊκές σχέσεις ή την επικοινωνία με τα παιδιά, από σεξουαλικές δυσλειτουργίες και διάφορα σωματόμορφα ενοχλήματα.

Η ψυχαναλυτική εργασία ενδείκνυται επίσης για όσους δεν ταλαιπωρούνται κατ’ανάγκην από κάποια συμπτωματολογία αλλά διανύουν μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της ζωής τους εξαιτίας σύγχρονων ψυχοτραυματικών γεγονότων όπως δοκιμασίες απώλειας και πένθους ή χωρισμού, δυσμενών συγκυριών πτώχευσης /οικονομικής κατάρρευσης, δοκιμασίες επιθέσεων / βίας, φυσικών καταστροφών κ.λπ. Μπορούν ακόμα να φθάνουν σε ψυχανάλυση άτομα που επιθυμούν να συζητούν και να εμβαθύνουν με τον εξειδικευμένο συνομιλητή τους ερωτήματα, ανησυχίες και προβληματισμούς υπαρξιακής ή άλλης φύσεως.

Σε όλες τις περιπτώσεις, βασική προϋπόθεση αποτελούν οι τακτικές συναντήσεις του αναλυόμενου με τον ψυχαναλυτή εντός μιας συγκεκριμένης και προσυμφωνημένης συχνότητας, η οποία εκτιμάται κατά περίπτωση.

Ο τόπος των συναντήσεων είναι στο γραφείο του αναλυτή. Οι δυό τους κάθονται αντικριστά και ο αναλυτής ζητάει από τον αναλυόμενο να ομιλεί ελεύθερα χωρίς λογοκρισία για ότι έρχεται στο νου του. Στην περίπτωση μιας περισσότερο αυξημένης συχνότητας συνεδριών και εφόσον πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις, ο αναλυόμενος μπορεί να μιλάει ξαπλωμένος σε ύπτια θέση ντιβάνι οπότε ο αναλυτής τον ακούει καθισμένος πίσω του σε μια πολυθρόνα (κλασσική ψυχανάλυση).

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν αυτό απαιτείται λόγω γεωγραφικών ή άλλων περιορισμών, οι συνεδρίες μπορούν να γίνονται εξ’αποστάσεως (διαδικτυακά) κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας.



Αθήνα, Ιοφώντος 16

Σάββας Μπαρκιτζόγλου Ψυχολόγος
Ψυχανάλυση - Ψυχοθεραπεία

Ακολουθήστε μας