Σχόλιο επί της κινηματογραφικής ταινίας «Απιστία»

Η δική μας Μεγάλη Οθόνη! Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής

Η  ταυτότητα της ταινίας

Σουηδική ταινία  (Trolosa/ Unfaithful) σε σενάριο του σουηδού  Ingmar Bergman και σκηνοθεσία της νορβηγής  Liv Ullmann.

Διάρκεια : 154 λεπτά. 

Διακρίσεις:

Festival Καννών (2000): Η ταινία συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα και ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα.

Βραβεία Guldbagge (Σουηδία): Η πρωταγωνίστρια Lena Endre κέρδισε το βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της ως Marian.

Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου (2000): Η Lena Endre ήταν υποψήφια για το βραβείο Καλύτερης Ευρωπαίας Ηθοποιού.

Διεθνές Festival Κινηματογράφου της Γάνδης: Η ταινία κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου (Ιngmar Bergman) και την Ειδική Μνεία Σκηνοθεσίας για τη LivUllmann.

Πρωταγωνιστούν:

Lena Endre, Erland Josephson, Krister Henriksson, Thomas Hanzon, Michelle Gylemo.

Ο Ιngmar Bergman

Ο σπουδαίος δημιουργός IngmarBergman: 1918 – 2007, μεγαλουργεί ως ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής.

Από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα,  ο Σουηδός σκηνοθέτης άλλαξε μέσα από τις ταινίες του τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την Έβδομη Τέχνη.

Γιος ενός λουθηρανού πάστορα και μιας φιλότεχνης γυναίκας που λαχταρούσε το διαζύγιο ωστόσο  έπαψε νωρίς να το διεκδικεί, ο Μπέργκμαν δέχτηκε μια ανατροφή βασισμένη σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, τιμωρία, συγχώρεση: «Ποτέ δεν είχαμε ακούσει τη λέξη ελευθερία και, σίγουρα, δεν την είχαμε γευτεί ποτέ». Ίσως γι’ αυτό να πορεύθηκε ως καταπιεσμένος έφηβος που καταβρόχθιζε Nietzsche, Balzac και Dostoyevsky.

Το στάδιο αυτό, έδωσε τη θέση του σ’ έναν κυριευμένο από πόθο ενήλικα, καθ’ έξιν μοιχό, με αυτοκτονικές τάσεις αλλά και με διαβολικό πείσμα, αφοσιωμένο ψυχή τε και σώματι στο επάγγελμά του, αυτή τη «σχολαστική διαχείριση του ανείπωτου». Ο ίδιος εξομολογείται ότι αντιμετώπιζε τις πρόβες σαν «εγχειρήσεις», μέσα σε χώρους όπου επικρατούσε «η αυτοπειθαρχία, η καθαριότητα, το φως»: «Η πρόβα είναι μια σοβαρή δουλειά και όχι προσωπική θεραπεία για τον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό».

Στα γυρίσματα των ταινιών του,  η ατμόσφαιρα ήταν «ακαταμάχητα φορτισμένη από σεξουαλικότητα, ενώ στο μοντάζ τον διαπερνούσε η ίδια πάντα «μεθυστική αίσθηση μαγείας» που τον τύλιξε και παιδάκι, στη θέα του πρώτου κινηματογράφου που του χάρισαν.

Αναμένας από τους μεγαλύτερους και πλέον διακεκριμένους καλλιτέχνες στον κόσμο. Αντιπροσωπεύει τον πιο διάσημο σκηνοθέτη του λεγόμενου «καλλιτεχνικού κινηματογράφου”.

Στη «σχολή Bergman» συγκαταλέγονται οι ηθοποιοί: Max Carl Adolf von Sydow,  Liv Ullmann, Berit Elisabeth Andersson και Harriet Andersson, οι οποίοι έδωσαν τις καλύτερες ερμηνείες της ζωής τους κάτω από τις οδηγίες του.

Έκανε περίπου 40 ταινίες μεγάλου μήκους, Ξεκίνησε γράφοντας σενάρια, ενώ παράλληλα σκηνοθετούσε στο θέατρο, κυρίως έργα των StrindbergκαιShakespeare. Η μεγάλη του αγάπη όμως, ήταν ο κινηματογράφος. Ενώ πολλοί σκηνοθέτες ασχολούνται με τον κινηματογράφο για να επενδύσουν στο θέατρο, εκείνος έκανε το αντίθετο… Σκηνοθετούσε δηλαδή στο θέατρο, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια γερή οικονομική βάση για το γύρισμα των ταινιών του.

Τα στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν ολόκληρο το έργο τουείναι η βαθιά  απαισιοδοξία κι ένας συνεχής υπαρξιακός προβληματισμός, μέσα σε σκηνικά με εξεζητημένους φωτισμούς, βρεγμένα λιθόστρωτα και βρώμικες αποβάθρες λιμανιών. Ο Βergman δεν γύρισε ποτέ του στην πραγματικότητα κωμωδίες (παρά ελάχιστες κομεντί), το ύφος του ήταν πάντα «βαρύ», σοβαρό και στοχαστικό.

Το σύνολο του έργου του εμφανίζεται ως μια συνεχής ερώτηση, που συχνά δεν έχει απάντηση, σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, την παρουσία ή απουσία του Θεού. Η αγωνία της έλλειψης επικοινωνίας, η ασάφεια και η διπροσωπία της ανθρώπινης φύσης, η μοναξιά χωρίς πιθανότητες υπερβάσεως σε ένα κόσμο γεμάτο προσποίηση, η σιωπή και η ντροπή, είναι σταθερά στοιχεία, σχεδόν σε κάθε του ταινία.

Κληρονόμος της σκανδιναβικής κινηματογραφικής παράδοσης (Stiller, Sjöström, Dreyer) και βαθιά επηρεασμένος από την σκέψη των Kierkegaard, Berdyaev , τον υπαρξισμό και τις ψυχαναλυτικές θεωρίες (Freud, Young), ο Bergman δίνει βάρος όχι τόσο στην κοινωνία ή στην ιστορία, όσο στο ίδιο το άτομο. Ίσως γι’ αυτό τα πιο χαρακτηριστικά έργα του είναι σκληρά, αλλά πάντα ρεαλιστικά. Ευγενή δοκίμια για το ρόλο της ανθρωπότητας σε έναν αλλοτριωμένο κόσμο.

Το 1999, ύστερα από 17 χρόνια απουσίας από τον κινηματογράφο, ο  ένωσε τις δυνάμεις του με την πρώην σύντροφο και αγαπημένη του ηθοποιό ­Liv Ullmannμε την οποία έχει αποκτήσει ένα από τα εννέα παιδιά του, ­ στη νέα ταινία του «Απιστία». Αυτή τη φορά η Liv Ullmann σκηνοθέτησε ένα δικό του σενάριο. Θέμα της ταινίας, προς έκπληξη όλων, δεν ήταν η οικογένειά του αλλά η καταστροφική σχέση του με μια παντρεμένη γυναίκα, διατηρώντας όμως με αυτόν τον τρόπο τον χαρακτηριστικό αυτοβιογραφικό χαρακτήρα που διέκρινε όλες τις ταινίες του.

Στις 6 Απριλίου 2000 ο «μαέστρος της μιζέριας», όπως τον χαρακτηρίζουν οι κριτικοί, έδωσε μια σπάνια συνέντευξη στη σουηδική τηλεόραση, αποκαλύπτοντας τον νευρικό κλονισμό που υπέστη μετά την εις βάρος του κατηγορία για τοκογλυφία το 1978, αλλά και την κατάθλιψη στην οποία κατέπεσε μετά τον θάνατο της πέμπτης συζύγου του, της ηθοποιούIngridThulin.

O Βergman έφυγε το  2007 σε ηλικία 89 ετών, μένοντας στην ιστορία ως ίσως ο κορυφαίος σκηνοθέτης της 7ης Τέχνης.

Η Liv Ullmann 

Είναι ηθοποιός και σκηνοθέτρια από τη Νορβηγία, γεννήθηκε το 1938. Ξεκίνησε την καριέρα της τη δεκαετία του ’50 και ήταν η μούσα του σκηνοθέτη και συντρόφου της IngmarBergman. Έπαιξε στις ταινίες: Persona, Σκηνές από έναν γάμο, Πρόσωπο με Πρόσωπο, Το αυγό του φιδιού και The Emigrants. Για την ερμηνεία της στην τελευταία κέρδισε Χρυσή Σφαίρα Α’ Γυναικείου Ρόλου.

Το 2000 σκηνοθέτησε την ταινία Faithless (Aπιστία) και προτάθηκε για Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών. Επίσης, το 2004 τιμήθηκε από τα Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου με το βραβείο Επιτεύγματος στον Παγκόσμιο Κινηματογράφο.

Ανάλυση

Στην ταινία που παρακολουθήσουμε συμπυκνώνεται μια πληθώρα υπόρητων νοημάτων που συνιστούν την  φαντασιοκοπία της. Πρόκειται για το πρότυπο μιας επιφάνειας και ενός βάθους που παραπέμπουν σε μια εικόνα  η οποία κρύβει κάτι άλλο.

Η ταινία περιλαμβάνει μια πληθώρα φροϋδικών υπαινιγμών (αλληγοριών), κάτι άκρως αναμενόμενο χάρη τόσο στις ψυχαναλυτικές επιρροές και καταβολές του Bergman, όσο και στην προσωπική του ανάλυση στην οποίαν είχε υποβληθεί ο ίδιος λόγω των επόμονων καταθλιπτικών του ώσεων.

Σε πρώτο πλάνο οι παρακάτω αρχετυπικές  ψυχαναλυτικές έννοιες:

-Το οικουμενικό taboo της αιμομιξίας: Η Marian και ο David πριν γίνουν εραστές ήταν “αδέρφια”, επομένως ασυνειδήτως διαπράττουν ύβριν (με την αρχαιοπρεπή έννοια), και μάλλον υφίστανται τις επιπτώσεις-τραγικές συνέπειες  της υπέρβασής του κατά το Ύβρις -Άτις-Νέμεσις, όπου η Νέμεσις ήταν η πνευματική τύφλωση που οι θεοί επέβαλαν σε όσους υπεροπτικά υπερέβαιναν τους κοσμικούς κανόνες και περιορισμούς.Ως εκ τούτου μπορούμε να συμπυκνώσουμε στο έπακρο την έννοια της πατρικής λειτουργίας (ο Νόμος του Λόγου), ορίζοντάς την ως την απαγόρευση της αιμομιξίας (ο αιμομικτικός φραγμός).

Το οικουμενικό Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα: το πάθος του David για την Marian μοιάζει να ενισχύεται ασυνειδήτως από την ιδέα ότι την “κλέβει” από έναν άλλον άνδρα-“φίλο” (τον πατέρα ή μεγαλύτερο αδερφό κλπ)

Η  πρωτογενής φαντασίωση της πρωταρχικής σκηνής (κατά S. Freud). Πρόκειται για την οικουμενική και φυλογενετικά μεταδιδόμενη στο ανθρώπινο είδος περιέργεια του νηπίου να δει τι κάνουν οι γονείς μέσα στην κρεβατοκάμαρά τους (σκοποφιλία). Στις πολύ αρχαϊκές ηλικίες το νήπιο φαντάζεται σκηνές εχθροπραξιακές ανάμεσα στους γονείς, με πρωκτικές διεισδύσεις το ενός εντός του άλλου, ταυτίζεται δε άλλοτε με τον άνδρα του ζεύγους και άλλοτε με τη γυναίκα (άλλοτε με τον ενεργητικό ρόλο και άλλοτε με τον παθητικό).   Πρόκειται για την ηδονοβλεπτική προδιάθεση του παιδιού,  η οποία στη συνέχεια, καλώς εχόντων των πραγμάτων μετουσιώνεται σε περιέργεια για Γνώση και έρευνα (επιστημοφιλία).Η τριγωνική αρχιτεκτονική της ταινίας (Marcus-Marian-David), προσφέρεται για την ηδονοβλεπτική θέαση του ζεύγους από τον Μarcus. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο τελευταίος ασυνειδήτως προάγει την ένωση των δύο εραστών έτσι ώστε να ικανοποιεί τις σοβούσες ηδονοθηρικές τάσεις του (κατάλοιπο της πολύμορφης παιδικής διαστροφικής σεξουαλικότητας κατά S. Freud).

Το δίπολο/ζεύγος αντιθέτων επιδειξιμανία-ηδονοβλεψία ( μία μερική συνιστώσα του σεξουαλικού ενστίκτου) στην προοιδιποδειακή πολύμορφη παιδική διαστοφική σεξουαλικότητα (S. Freud “Τρία Δοκίμια για την σεξουαλικότητα”).Ο Marcus παρατηρεί από την “κλειδαρότρυπα” τους δύο εραστές ενώ η Μarian επιδίδεται σε λανθάνουσες επιδειξιομανικές εξονυχιστικές περιγραφές των πρώην και νυν ερωτικών της περιπτύξεων:   ο Μarcusηδονοβλεπτικά  ρωτάει την Marianγια την ερωτικό της παρελθόν και θέλει να μάθει (να βλέπει).Ο David παρομοίως μοιάζει να ερεθίζεται από την αφήγηση του  πάθους της Μarian με τον Μarcus. Η Μarianεπιδειξιμανικά ακόμα μια φορά επιδαψιλεύει τον εραστή της David με κάθε λεπτομέρεια αυτής της πράξης (μολονότι γνωρίζει τις συνέπειες της οργής του).

Η ερωτική ζήλεια του David πρωτίστως, του Μarcus εκ των υστέρων.” Α child is not just hungry for affection: he is thirsty for inclusion” (Sergio Benvenuto).Είναι η ιδέα του τραύματος ενός παιδιού που παρακολουθεί (στη φαντασία του ή επί του πραγματικού) την “πρωταρχική σκηνή” (η ιδέα των περιπτύξεων των γονιών του) ενώ την ίδια στιγμή αυτό νοιώθει απ’εξω, αποκλεισμένο απ’αυτήν. Ιδού η εγκατάσταση της απαρχής της διαστροφής και της  ερωτικής ζήλιας, εφόσον το αρχικό τραύμα δεν απαρτιωθεί (δεν «επουλωθεί», δεν επισυμβεί το “binding” της πληγής όπως σημειώνει ο O.Fenichel)συν το χρόνω, στη διάρκεια της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης του παιδιού. Τότε,  ο οργανισμός του θα κατατείνει να επαναλαμβάνει το τραυματικό (ψυχαναγκασμός της επανάληψης, αναπαραγωγή του ταυτόσημου στην ερωτική του ζωή), στην ασυνείδητη προσπάθεια να φθείρει-διαμέσου της επαναλήψεως- το «ύφασμα του τραυματικού»: είναι π.χ. ο επιδειξιομανής ή ο ηδονοβλεψίας, πάντα έξω (αποκλεισμένος) από τις περιπτύξεις του ζεύγους.

Και θυμηθείτε: ο Οθέλος βάζει άλλο να σκοτώσει τον εραστή της γυναίκας του, καθώς αυτό είναι δευτρεύουσας σημασίας. Την ίδια τη  γυναίκα του όμως τη σκοτώνει αυτός  ο ίδιος, με τα δικά του τα χέρια: είναι αυτή που τον αποκλείει, τον αφήνει απ΄έξω, τόσο από τη δική της ηδονή, όσο και από την ηδονή που θα μπορούσε να προσφέρει σε αυτόν τον ίδιο…

«… Γνωρίζοντας όσο ελάχιστοι την ανθρώπινη ψυχή, είχε ασφαλώς καταλάβει ότι ο ζηλότυπος έρωτας είναι πιο κοντά στο μίσος παρά στην πραγματική αγάπη, και ως εκ τούτου είναι θλιβερός. Συγκρίνοντας την ερωτική ζήλεια με τον αμοιβαίο βασανισμό, υποδηλώνει ότι…αν κρίνουμε τον έρωτα από τους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνεται, μοιάζει περισσότερο με μίσος, παρά με φιλία…»(Carter C. William (2007). O ερωτευμένος Προύστ (Proust in love). Εκδ. Μεταίχμιο. σ.235) .

Εν κατακλείδι, πάθαμε Bergman!

Στα 154 λεπτά που ακολούθησαν, η  αλληλουχία των πλάνωνεν είδει ονειρικών σκηνών εικονοποίησαν τη σκέψη μας και άρδευσαν τον οργανισμό μας με παραστάσεις, συγκινήσεις και των αισθήσεων απολαβές. Παρήλασαν και συμπυκνώθηκαν όλες σχεδόν οι αρχετυπικές ενστικτώδεις προδιαθέσεις μας και ο αδιάλειπτος αγώνας των ατόμων του είδους μας να τις σταθμίζει κάθε φορά.

Είδαμε και αποθησαυρίσαμε: «Βυθιζόμαστε ο ένας στον άλλον. Ένας άνθρωπος που μεγαλώνει μέσα σ’έναν άλλο, είναι αδυσώπητο, τρομακτικό. Είναι σχεδόν βιολογικό. Είμασταν δύο άνθρωποι που πνίγονταν. Δε μπορείς να σταματήσεις τη διαδικασία».Ένα από τα δραματικότερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης λειτουργίας είναι η κατάρρευση των ορίων μεταξύ του εαυτού και του άλλου που προκύπτουν είτε σε στιγμιότυπα βαθιάς παλινδρόμησης στον εκστατικό έρωτα (ύστατη αίσθηση πληρότητας, βίωμα του «είμαστε ένα»), είτε κάτω από συνθήκες ακραίου πόνου (Bataille, στον Κernberg 1995).

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ