Σχόλιο επί της κινηματογραφικής ταινίας « IDA»

Η δική μας Μεγάλη Οθόνη! Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Πολωνική δραματική ταινία του 2013, σε σκηνοθεσία Paweł Pawlikowski και Σενάριο Paweł Pawlikowsk και Rebecca Lenkiewicz.

Πρωταγωνιστούν οι Agata Kulesza, Agata Trzebuchowska και Νταβίντ Όγκροντνικ

Απέσπασε πολύ καλές κριτικές και μεταξύ άλλων χαρακτηρίστηκε ως ένα «συμπαγές αριστούργημα» και μια «παράξενα όμορφη ταινία δρόμου» που παράλληλα «περιέχει έναν κόσμο ενοχής, πόνου και βίας». Αν και η ταινία έχει βασιστεί εν μέρει σε ιστορικά γεγονότα, όπως τη Γερμανική Κατοχή, το Ολοκαύτωμα, τον σταλινισμό κ.λ.π κανένα από αυτά δεν αναφέρεται, αλλά όλα κτίζονται μέσω της ατμόσφαιρας που δημιουργεί η ταινία.

Το 2015, η ταινία κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, από την Αμερικανική Ακαδημία, και έγινε η πρώτη πολωνική ταινία που κατάφερε αυτήν τη διάκριση.

Το 2014 επελέγη ως Καλύτερη Ταινία από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ απέσπασε και το βραβείο Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας στα βραβεία BAFTA.

-O Paweł Aleksander Pawlikowski, γεννημένος το 1957, είναι Πολωνός σκηνοθέτης. Κέρδισε από νωρίς τον έπαινο για μια σειρά ντοκιμαντέρ στη δεκαετία του 1990 και για βραβευμένες μεγάλου μήκους ταινίες του της δεκαετίας του 2000. Η επιτυχία του συνεχίστηκε στη δεκαετία του 2010 με την ταινία Ida (2013), η οποία κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας και τον Ψυχρό Πόλεμο (2018), για τον οποίο ο σκηνοθέτης κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας, ενώ η ταινία έλαβε υποψηφιότητα για Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία -Η Agata kulesza στο ρόλο της Vada είναι πολωνή ηθοποιός του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του θεάτρου. Έχει κερδίσει τέσσερα βραβεία πολωνικού κινηματογράφου.

-Agata Trzebuchowska στο ρόλο της Ιda είναι σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας και τη Σχολή Κινηματογράφου Wajda.

H ταινία η ίδια, οι στιγμές σιωπής, οι ήχοι της jazz μουσικής του Coltrain, του Μοzart και των δημοφιλών τραγουδιών του 60 είναι γεμάτα λύπη, νοσταλγία αλλά και σκοτεινή μελαγχολία και υποδόριο πόνο που παραπέμπει σε ένα καθολικό δράμα απώλειας και καταστροφής του καλού και των δημιουργικών δυνατοτήτων. To “Don’t cry when I’m gone” του Μarino Marini, το συγκινητικό τραγούδι των αρχών του 60 για δύο εραστές που αποχωρίζονται, συγκρούεται με τον τρόμο της εποχής μετά το Ολοκαύτωμα και ακούγεται σαν προσπάθεια να παρηγορήσει ένα θλιμμένο άνθρωπο λέγοντάς του να μην απελπίζεται και να συνεχίσει να ζει…

ΑΝΑΛΥΣΗ

Πρόκειται για ταινία-σπουδή, η οποία πάει κοντά στην ψυχή των λαών και των ανθρώπων, στην αξεδιάλυτη συνύφανση του ατομικού με το συλλογικό, στο βάρος της μνήμης και της ιστορίας, για την Ευρώπη των νεκρών και των φαντασμάτων.

Η Άννα είναι η Εβραία IDA, ορφανό πολέμου που μεγάλωσε σε μοναστήρι Καθολικών. Η θεία της, αδελφή της μητέρας της, είναι η κομμουνίστρια Κόκκινη Vanda, πρώην εισαγγελέας, αλκοολική.

Παρά τις διαφορές τους οι ομοιότητες των δύο είναι βαθύτερες: δεν έχουν ρίζες ούτε οικογένεια, οι ζωές τους ξετυλίγονται πάνω στην έλλειψη, την απουσία, τα θαμμένα μυστικά, τη λήθη. Την παραμονή της κουράς της μοναχής Ιda, οι δύο γυναίκες θα ανταμώσουν για πρώτη φορά και θα ξεκινήσουν το μοναδικό κοινό τους ταξίδι, σε αναζήτηση του κοινού τους παρελθόντος. Αναζητούν τους νεκρούς τους, γονείς και παιδιά, τα οστά των δολοφονημένων και χαμένων του Ολοκαυτώματος.

Τα οστά στον αρχετυπικό συμβολισμό τους αναπαριστούν την άφθαρτη δύναμη. Δεν αποσυντίθενται εύκολα, από κατασκευής τους είναι δύσκολο να καούν, σχεδόν αδύνατο να κονιορτοποιηθούν, αντιπροσωπεύουν την άφθαρτη ενότητα πνεύματος και ψυχής.

Όλη η ταινία είναι η κάθοδος στον Άδη με τη μορφή ενός road movie στην άχρονη πολωνική ύπαιθρο, σε έναν κάμπο που συμπυκνώνει κάτω από την ακινησία του τον καθολικισμό, τον εβραϊσμό, τη γενοκτονία, τον πόλεμο, τον υπαρκτό σοσιαλισμό, και πάνω απ’ όλα τον ανελέητο, διαρκή αγώνα των ανθρώπων για επιβίωση. Η Ευρώπη της Ida είναι στοιχειωμένη από κρυμμένα οστά, ανεύρετους τάφους, πεισματική αμνησία, ηθική απογύμνωση: η Ida είναι συναναστροφή με τους νεκρούς.

Δυο γυναίκες η Ιda και η Wanda, η θεία της, ζουν με το στίγμα των εγκλημάτων του ολοκαυτώματος. Όταν η απώλεια είναι τραυματική όταν κάποιος δε γνωρίζει τις συνθήκες, ειδικότερα ενός πρόωρου και ξαφνικού θανάτου, τότε δε γίνεται επεξεργασία του πένθους και αυτό μπορεί να οδηγεί ακόμα και σε αυτοκτονία ή ανθρωποκτονία.

Η ταινία κυριαρχείται από τη δραματική προσπάθεια των δύο γυναικών να αντιμετωπίσουν την απώλεια, δηλαδή να ανακτήσουν σχέσεις με καλά εσωτερικευμένα αντικείμενα (με τις αναπαραστάσεις, τα μνημονικά ίχνη, που εκπροσωπούν και υποκαθιστούν εντός τους αυτούς που έχασαν).

Το υποκείμενο λυτρώνεται μόνο όταν μπορέσει να επαναδημιουργήσει και επανορθώσει τη σχέση του με τις καλές όψεις των εσωτερικευμένων αντικειμένων, με τις εσωτερικές (ψυχικές) αναπαραστάσεις αυτών που έχασε.

Σε πρώτο πλάνο έρχεται η επιτακτική ψυχική ανάγκη για τον αποχαιρετισμό του σώματος των νεκρών.

Ένα πένθος δε μπορεί να αρχίσει την εργασία του αν δεν υπάρχει έστω κάποιο τμήμα του σώματος του ανθρώπου που έχει χαθεί. Όλοι ερχόμαστε σε επαφή με τον άλλον- ο οποίος ενδεχομένως θα χαθεί- μέσα από το σώμα του. Υπάρχει ένα σώμα στο οποίο, καθώς το βλέπουμε, εγγράφεται μια ολόκληρη ιστορία, όχι μόνον η ιστορία του συγκεκριμένου προσώπου που χάθηκε, αλλά και η δικιά μας διάδραση με αυτό το σώμα, π.χ. θυμόμαστε ότι είμασταν κάπου μαζί με το παιδί μας όταν έκανε την τάδε ουλή ή όταν το πήγαμε φερ’ ειπείν γι αυτήν την ελιά να την βγάλει ο γιατρός κι έκτοτε έχει μείνει το σημάδι κλπ. Aυτό το σώμα μιλάει για το βίο του ατόμου, μιλάει για την ιστορία της οικογένειας.

Στην αντίθετη περίπτωση όταν δεν υπάρχει το σώμα, όταν αυτό δε βρίσκεται, ακόμα και τότε, οι γονείς και οι συγγενείς επιχειρούν να αναζητούν έστω ένα ελάχιστο σωματικό μόρφωμα που να πιστοποιεί το Dna του χαμένου, έτσι ώστε, ακόμα και από αυτό το απειρελάχιστο μόριο του σώματος να καταδειχθεί ότι το συγκεκριμένο άτομο δεν είναι πια στην καθημερινότητά μας, έχει φύγει.

Επί παραδείγματι, στο περιστατικό της πτώσης των Δίδυμων Πύργων της 11ης Νοεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη επειδή δε βρέθηκαν αρκετά απομεινάρια από τους χαμένους, έκαναν μνημεία, για να έχουν ένα σημείο αναφοράς. Πρέπει να δώσεις μια υλικότητα στο πένθος, δε μπορούν όλα να είναι στο πνεύμα…Η ύλη έχει να κάνει με την αγκαλιά. Η μητρική αγκαλιά στη σχέση της με το παιδί, καλώς εχόντων των πραγμάτων, όχι μόνο καλείται να είναι μια αγκαλιά που μπορεί να εμπεριέχει (να «χωράει») και να δίνει την ασφάλεια στο βρέφος ότι τα συναισθήματά του μπορούν να πλαισιωθούν από αυτήν, αλλά επί πλέον, καλείται να του δίνει τη μεγάλη δυνατότητα, όταν το βρέφος έρθει απέναντι στο στήθος της μαμάς, να καταλάβει ότι είναι δύο (και όχι «ένα») : το βρέφος κατά κάποιον τρόπο «χτυπάει» στο στήθος της μητέρας και εκεί ανακαλύπτει ότι δε μπορεί να μπει. Σε διάφορες συνθήκες της ζωής μας, αυτά τα αρχαϊκά βιώματα επιστρέφουν, επανέρχονται π.χ. βλέπουμε στους Χαιρετισμούς, τη Μεγάλη Εβδομάδα, οι άνθρωποι να πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, επειδή ακριβώς η αγκαλιά αυτό ακριβώς δηλώνει: ότι είμαστε ένα, και ταυτόχρονα ποτέ δε θα είμαστε ένα.

Μια ξαφνική, τραγική απώλεια διαφέρει από την απώλεια εξαιτίας π.χ. μιας χρόνιας ασθένειας. Στην περίπτωση της χρονίας νόσου όπου γνωρίζουμε ότι κάποιος θα φύγει, έχουμε το χρόνο να προετοιμαστούμε για το βίωμα του θανάτου, είναι σα να φτειάχνουμε ένα είδος προ-πένθους. Στην άλλη περίπτωση είναι σα να πέφτει ο κεραυνός επάνω σου και να σε διαλύει. Από τη στιγμή που υφίσταται κάτι τέτοιο εκείνο που είναι το πιο συντριπτικό για την ασθενικό και ασθενή ψυχισμό μας, είναι ότι αυτός ο «κεραυνός» τα διαλύει όλα, σε βάζει μπροστά σε μια ωμή πραγματικότητα. Το πραγματικό είναι αυτό που δε μπορεί να ειπωθεί, το λέμε και «ανείπωτη τραγωδία», είναι αυτό που είναι ανείκαστο, δε μπορούμε να το βάλουμε καν σε εικόνα, γι αυτό ο άνθρωπος παραλύει όταν είναι έτσι, παγώνει, δηλαδή δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να αντιδράσει. Ένα τέτοιο γεγονός προξενεί ένα τεράστιο ρήγμα στον ψυχισμό (τραύμα), ο οποίος ψυχισμός «τρέχει» να το κλείσει.

Οι επιβιώσαντες μεγάλων και τραγικών καταστροφών π.χ. οι επιβιώσαντες του Ολοκαυτώματος, υφίστανται αυτό που ονομάζουμε “μετά- τραυματικό stress”, το οποίο συχνά μπορεί να εξελίσσεται στην διαταραχή μετά-ταυματικού stress, στην εγκατάσταση μιας μονιμότερης πληγής, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί μπορεί να οδηγήσει σε βαρύτερες παθολογίες, π.χ. ψυχώσεις, καταθλίψεις, αλκοολισμό, χρήση ουσιών (συνοσηρότητα με τη μετατραυματική κατάσταση), με τελική κατάληξη συχνά την αυτοκτονία (π.χ. θύματα τρομοκρατικών ενεργειών, βετεράνων του πολέμου), άνθρωποι οι οποίοι ενίοτε δε μπορούν να ζήσουν. Είναι τόσο πολύ μεγάλο το κενό από έναν τέτοιο τραυματισμό, ώστε τελικά αυτό το κενό καταλήγει να γίνεται το «στοιχείο που τους στοιχειώνει»

Στην ταινία “Ιda” των Paweł Pawlikowsk και Rebecca Lenkiewicz προεξάρχουν δυο διαφορετικές καταστάσεις ανικανότητας αντιμετώπισης του πένθους (παθολογικό πένθος) οι οποίες εκπροσωπούνται από τις δύο πρωταγωνίστριες.

H ΕΒΡΑΙΑ ΙDA έχασε τους γονείς της (τους εκτέλεσαν οι Nazi) όταν ήταν ακόμα βρέφος: ένας πρώιμος και απότομος χωρισμός από το στήθος και η άγνοια των συνθηκών θανάτου προξενεί αβάσταχτο πόνο εμποδίζοντας την αναγνώριση της απώλειας: υπό αυτές τις συνθήκες η εργασία του πένθους δε λαμβάνει χώρα. Το τραύμα του χαμού όταν διακόπτει ακαριαία τη σχέση με το αντικείμενο (στήθος-μαμά), εμποδίζει το βίωμα του αποχωρισμού και της απώλειας του καλού αντικειμένου: η ανικανότητα του υποκειμένου να χωριστεί από το χαμένο αντικείμενο ώστε να το επανορθώσει και να ξαναδημιουργήσει ένα καλό μητρικό αντικείμενο μπορεί να προξενεί καταστροφική κατάθλιψη και μελαγχολία.

Ποια είναι η Ida; Τι αισθάνεται; Πώς σκέφτεται; Τι θέλει; Τι φοβάται; Δεν έχει πάθος για τη ζωή, είναι ούτε εντελώς ζωντανή ούτε εντελώς νεκρή, έτσι ώστε εν τέλει να φτάνει να «ζεί» αρκετά απελευθερωμένη από φόβο και πόνο. Καταλήγει να εξιδανικεύει αυτήν την κατάσταση «μη ζωής» εξιδανικεύοντας τη μοναστηριακή ζωή και την πίστη: αυτόν τον κόσμο γνωρίζει, εδώ νοιώθει ασφάλεια. Διαμέσου της μοναστηριακής ζωής μοιάζει να εγκαθίσταται ένας παντοτινός δεσμός φροντίδας και στοργής. Ιδού ο αμυντικός μηχανισμός άρνησης της απώλειας και η συγκρότηση μιας ασυνείδητης αίσθησης ότι η στοργική σχέση με τους γονείς συνεχίζεται, και ότι η αγάπη γλυτώνει την καταστροφή της από τον αφανισμό. Έτσι το μοναστήρι επενεργεί στη ζωή της εν είδει ανάδοχης οικογένειας και ορφανοτροφείου.

H Ιda μοιάζει να επιλέγει τη ζωή του μοναστηριού επειδή η ζωή έξω, εκτός μοναστηριού, στον κόσμο, της φάνηκε πολύπλοκη γεμάτη κακό και πόνο, με τον κίνδυνο της καταστροφής: ενώ για κάποιους ανθρώπους η φυσιολογική ζωή είναι δώρο άπειρων δυνατοτήτων αυτό-εκπλήρωσης για άλλους είναι βάσανο και συνεχής οδυνηρή πάλη. Η Ιda, ως αποδυναμωμένη από το αρχαϊκό τραύμα του πένθους, είναι υποδορίως τρομοκρατημένη, δεν έχει πόρους να αντιμετωπίσει την πραγματική ζωή.

Την ίδια στιγμή το μοναστήρι γίνεται ο τάφος των αφανισμένων γονέων οι οποίοι αναπαρίστανται από τον Εσταυρωμένο Ιησού, ιδού η φαντασίωση μιας παντοδύναμης κατοχής των αγαπημένων αντικειμένων, ένα ψυχικό καταφύγιο που καταλήγει να αποκόπτει το δεσμό από τον εαυτόν και τους άλλους, μια μορφή άμυνας (από-μόνωση) που αποδυναμώνει τον οργανισμό. Είναι μια αυταπάτη και ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, μια θριαμβευτική θέση η οποία ως εκ τούτου βραχυκυκλώνει τη μετάβασή της στην καταθλιπτική θέση στην ωριμότερη εξελικτική φάση (κατά M.Klein), κατά την οποίαν το υποκείμενο κατακτά μια ρεαλιστική σχέση με την επώδυνη πραγματικότητα, αντί να τη διαψεύδει με μανιακόμορφους αμυντικούς μηχανισμούς, πρωτίστως την διάψευση.

Ιδού λοιπόν η Ida καθώς ενσαρκώνει τη μελαγχολική αντίδραση στο πένθος. Η πρωταγωνίστρια εδώ μοιάζει να βρίσκει έναν ψυχολογικό χώρο-καταφύγιο όπου διαμέσου της δογματικής βεβαιότητας της θρησκευτικής πίστης πετυχαίνει να απομακρύνεται από το άγχος της αμφιβολίας, ένα είδος παραδείσου ελεύθερου εσωτερικών καταιγίδων: γατζώνεται στο Χριστό όπως ένα βρέφος στη μαμά του, μια ασαφής και ελλιπής ταυτότητα βασισμένη στο Εκείνον. Σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να αποποιηθεί της μοναστηριακής της ταυτότητας που την προστατεύει από το πένθος και να απαρτιώσει τη νέα της, την εβραϊκή; Τη βλέπουμε να αρχίζει να ζωηρεύει καθώς συνδέεται με τη Wanda και οδεύει προς την απαρτίωση του πένθους: η προοπτική της αναγνώρισης κ επανασύνδεσης με τη νέα της ταυτότητα μοιάζει να τη διεγείρει, να της ξυπνάει τους τόνους των ενστίκτων της ζωής.

Bγαίνει έξω όχι επειδή είναι περίεργη ή επειδή επιθυμεί να γνωρίσει, αλλά επειδή της το ζητάει η ηγουμένη: το βήμα της Ida προς τα έξω βιώνεται σα να τη διώχνουν από τον παράδεισο στην φρικτή άβυσσο της φυσιολογικής ζωής. O παράδεισος για την Ida, είναι το μοναστήρι, το ψυχικό της καταφύγιο (σχέση με το εξιδανικευμένο αντικείμενο). Τα κακά αισθήματα προς το πρωταρχικό αντικείμενο (το κακό στήθος) τοποθετούνται σε ένα τρίτο αντικείμενο ένα συμβολικό πατέρα εκεί έξω, εκτός μονής (διχοτόμηση του αντικειμένου σε καλό και κακό)

Η ΕΒΡΑΙΑ WANDA: Είναι η θεία της Ida, η οποία έχασε το μικρό της γιό στα χέρια των nazi. Υπήρξε ανώτατη δικαστής με το παρατσούκλι «η αιμοβόρα» που αντιστοιχεί σε μια δική της στάση οφειλόμενη στην επιθυμία αιματηρής εκδίκησης για τον χαμό του γιού της, αλλά πρωτίστως στην ανυπόφορη ενοχή: το μωρό της πέθανε στα χέρια δολοφονών ενώ εκείνη ήταν μπλεγμένη σε ιδεολογικές διαμάχες.

Η Wanda επιτίθεται στην ανηψιά της Ida γιατί σε αυτήν βλέπει τη δική της αποξένωση από τη ζωή. Εκπροσωπεί τη μανιακή αντίδραση (ή καταστροφική κατάθλιψη) στο πένθος καθώς είναι χαμένη στο περιστασιακό sex και το οινόπνευμα εν είδει απόδρασης από το σκοτάδι και τον πόνο του μαζοχιστικού βασανιστηρίου. Είναι αυτοκαταστροφική καθώς με την αυτοκτονία συμπίπτει με αρχαϊκή επίθεση εναντίον του χαμένου αντικειμένου. Επιτίθεται σε αυτό αλλά καθώς είναι συγχωνευμένη μαζί του (αρχαϊκή κολλώδης ταύτιση), η εχθρότητα εναντίον του αντικειμένου επιστρέφει σε αυτήν την ίδια (αυτόχθων φόνος). Εν τέλει με το απονενοημένο διάβημα, με την αυτοχειρία της, ελευθερώνεται από τον αβάσταχτο πόνο.

Σε ποιο βαθμό η Wanda γίνεται για την Ida η ευκαιρία να ανακτήσει κάποιον από την οικογένεια της. Η Ida μοιάζει να βλέπει στη θεία της τη μαμά της και αυτό ξεσηκώνει ασυνείδητα αμφιθυμικά αισθήματα απέναντί της. Την ίδια στιγμή η Wanda βρίσκει στην Ida τo παιδί της και την αδερφή της Rose. Τόσο η Wanda όσο και η Ida γίνονται το μέσον η μια της άλλης για να ανακτήσουν τα εσωτερικά χαμένα αντικείμενα.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ