ΚΡΥΠΤΗ-ΚΡΥΠΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ-ΚΡΥΠΤΙΚΟΣ ΕΓΛΩΒΙΣΜΟΣ

Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής

Απόσπασμα από το κείμενο Σ. Μπακιρτζόγλου«Bλέπω τα δάκρυά σου» θλίβομαι, μπορώ να ζήσω Τριήμερο Βιωματικό Εκπαιδευτικό Σεμινάριο επί του πένθους.

” … αν τα βάσανα του πενθούντος εαυτού δεν υποχωρούν, παρά την επίμονη οδύνη,  αυτό αποτελεί ένδειξη ότι είναι μέσω αυτών που ξαναζωντανεύει και ικανοποιείται η επιθυμία απέναντι στο αντικείμενο.  Σε κάθε λιβιδινική ώση, σε κάθε ασυνείδητη ανάμνηση της ηδονικής στιγμής, η απώθηση κάνει ώστε η ευχαρίστηση να δίνει τη θέση της στην οδύνη.

Πρόκειται για μια οδύνη η οποία υποδεικνύει τον ακριβή τόπο όπου ο αναλυτής χρειάζεται να επενεργήσει ώστε να ξεθάψει το απωθημένο: η οδύνη της αυτομομφής μας τοποθετεί στον χώρο του θόλου όπου κείται η θαμμένη επιθυμία, o αναλυτής μπορεί να προχωρήσει σε μια εκταφή…..

 Ένα παιδί σε ανάλυση  «έφερε» εντός του την αδερφή του κατά δυό χρόνια μεγαλύτερή του, η οποία κάποτε πριν πεθάνει, γύρω στα οκτώ, τον είχε αποπλανήσει. Όταν το αγόρι έφτασε στην εφηβεία, πήγαινε στα μαγαζιά και έκλεβε γυναικεία εσώρουχα (κλεπτομανία).  Πολλά έτη ανάλυσης και  μια «θεόσταλτη» τρόπον τινά παραδρομή της γλώσσας -όπου το αγόρι μετέδωσε ως  δική του την ηλικία που στην οποία θα  είχε φτάσει η αδερφή του αν είχε ζήσει ως τότε- επέτρεψαν ώστε να αναδομηθούν τόσο η εσωτερική κατάσταση του αγοριού όσο και το κίνητρο της «κλεπτομανίας»: «Ναι», μετέδωσε, για να εξηγήσει τις κλοπές του, «στα δεκατέσσερά της θα είχε ανάγκη από στηθόδεσμο». Η κρύπτη αυτού του αγοριού στέγαζε «ζωντανό» το κορίτσι την ωρίμανση του οποίου ασυνείδητα παρακολουθούσε: το αντικείμενο (αδερφή) μεγάλωνε μέσα στην κρύπτη οπότε το αγόρι έκλεβε εσώρουχα για την εφηβεία της, χωρίς ούτε ο ίδιος να γνωρίζει γιατί τα έκανε. Αυτό το παράδειγμα δείχνει σε ποιόν βαθμό η ενδοβολή της απώλειας ήταν αδύνατη και, ως εκ τούτου, γίνεται επίσης κατανοητό για ποιόν λόγο  η ενσωμάτωση του χαμένου αντικειμένου κατέστη το μόνο εφικτό μέσον   μιας ναρκισσιστικής επανόρθωσης. Τα απαγορευμένα και επονείδιστα σεξουαλικά παιχνίδια δε μπόρεσαν να επικοινωνηθούν/ομολογηθούν  διαμέσου μιας μορφής γλώσσας. Τω όντι,  η αγάπη του για την αδερφή του δεν μπορούσε να ομολογηθεί, υπήρχε μεγάλη ευχαρίστηση που βίωνε το υποκείμενο, αλλά αυτή η ευχαρίστηση δε μπορούσε να επικοινωνηθεί.   Μόνο η ενσωμάτωση και η προσήκουσα πρωτογενής ταύτιση επέτρεψαν να περιφρουρηθεί η κατάσταση μιας τοπικής σημαδεμένης από την αποπλάνηση.   Το παιδί από φορέας ενός κοινού μυστικού μετατράπηκε, μετά τον θάνατο της αδερφής του, φορέας μιας κρύπτης. Οι συγγραφείς εισάγουν εδώ την έννοια της κρυπτοφορίας. Καταλήγουν στο ότι το υποκείμενο κάθε φορά που κάνει μια φαντασίωση ενσωμάτωσης φτιάχνει ένα ενδοψυχικό μυστικό για  να διαιωνίσει μια παράνομη ευχαρίστηση, επειδή αυτή χάθηκε,. Το αγόρι του παραδείγματος κατάπιε την αδερφή του ενσωματώνοντάς την  μέσα στην κρύπτη ( έννοια του κρυπτικού  αντικειμένου), μένοντας στη θέση: «η αδερφή ζει» (διατήρηση της τοπικής του). Το αντικείμενο εδώ ήταν τόσο σημαντικό, ώστε το υποκείμενο δεν μπορούσε να διεργαστεί την παραμικρή του απώλεια.. Οι συγγραφείς ονομάζουν το αντικείμενο που ενσωματώνεται, που δεν πενθείται, που παραμένει «αχώνευτο», κρυπτικό αντικείμενο ενώ  κάνουν  λόγο για κρυπτική ενσωμάτωση. Πρόκειται για ένα αντικείμενο το οποίο έχει εξιδανικευτεί από το υποκείμενο,  με το οποίο το τελευταίο είχε προνομιακή σχέση, η οποία δεν έχει ομολογηθεί, οπότε φτιάχνει μια κρύπτη και το βάζει μέσα. Αυτό που κρύβεται μέσα στην κρύπτη είναι πολύτιμο, σώζει το υποκείμενο (ναρκισσιστική διάσταση). Σχετικά μ’ αυτό η  M.Klein πρεσβεύει ότι το υποκείμενο  βάζει σε απόσταση το εξιδανικευμένο αντικείμενο για να το προστατέψει από την επιθετικότητά του.. κάθε φορά που το αντικείμενο καταφεύγει στον αμυντικό μηχανισμό της ενσωμάτωσης, τότε πρόκειται για ένα ανομολόγητο πένθος. Στην περίπτωση αυτήν η ενσωμάτωση δεν κάνει παρά να διαδέχεται μια κατάσταση ενός  Εγώ ήδη διασχισμένου από  μια αντικειμενοτρόπο εμπειρία του ατόμου, σημαδεμένη από ντροπή. Τω όντι, η κρύπτη, και μόνο ένεκα της δομής της, δεν κάνει παρά να διαιωνίζει αυτήν τη διάσχιση. Δεν νοείται η έννοια της κρύπτης παρά μόνο εφόσον αυτή προηγείται από ένα μυστικό που μοιράζονται δύο. Έτσι, όταν επικαλούμαστε την ντροπή και  την παρανομία, θα οφείλαμε να διευκρινίσουμε/διαλευκάνουμε  ποιος ακριβώς είναι αυτός που θα όφειλε να «κοκκινίσει», ποιος θα έπρεπε να ντρέπεται. Μήπως θα ήταν το ίδιο το υποκείμενο που θα ήταν το  ένοχο που θα εμφορείτο από το όνειδος εξαιτίας των ατιμιών και των απρεπιών του; Για να χτιστεί η κρύπτη απαιτείται, ως μια βασική προϋπόθεση,  το επονείδιστο  μυστικό να έχει φτιαχτεί με ένα αντικείμενο που παίζει τον ρόλο του ιδεώδους του Εγώ.  Πρόκειται λοιπόν για την ανάγκη του ατόμου να περιφρουρήσει το μυστικό, να καλύψει την ντροπή του. Μέσω της ενσωμάτωσης γυρεύει να επανορθώσει,  στο φαντασιακό επίπεδο, ένα πλήγμα που επισυνέβη επί του πραγματικού και το οποίο ταυτόχρονα πλήττει και  το ιδεώδες αντικείμενο…Η ενσωμάτωση  αποτελεί  ένα «κρυπτικό» γεγονός: τω όντι, μπορεί να κρύβεται πίσω από την κανονικότητα, να καταφεύγει στον χαρακτήρα ή στη διαστροφή και να εκδηλώνεται στο παραλήρημα, σε αυτό που oFreud ονομάζει ναρκισσιστική νεύρωση, στην μανιοκατάθλιψη….

…Για τον Freud στη μελαγχολία το υποκείμενο παραδίδεται σε μια μάχη ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη, βρίσκεται μπρός στο δίλλημα:  να συντηρήσει/περιφρουρήσει ή όχι την επένδυση του αντικειμένου παρά την κακή συμπεριφορά του, παρά τις απογοητεύσεις και, εν τέλει, παρά την απώλειά του; Έρχεται εδώ η εικόνα μιας ανοιχτής πληγής η οποία απορροφά  γύρω της όλη την λιβιδώ. Είναι αυτήν ακριβώς την πληγή που ο μελαγχολικός επιθυμεί να συσκοτίσει, να περικλείσει εντός τοίχου, να ενδοκρύψει, να απομονώσει αλλά πάνω απ’ όλα την ανάμνηση αυτού που ξεριζώθηκε.  Είναι ακριβώς εδώ που οι συγγραφείς, Ν.Αbraham και Μ.Τοrok προτείνουν την έννοια της έγκλεισης/ εσώκλεισης και κάνουν λόγο για απώθηση διατήρησης ή συντήρησης (refoulementconsaervateur)…Είναι αλήθεια ότι η μελαγχολία δεν εκδηλώνεται όσο κρατάει η κρύπτη αλλά εμφανίζεται από τη στιγμή που αρχίζουν να κλυδωνίζονται τα τοιχώματά της. Τότε, υπό την απειλή μιας κατάρρευσής της, σύσσωμο το Εγώ γίνεται μια κρύπτη, συσκοτίζοντας κάτω από τα δικά του χαρακτηριστικά, το απόκρυφο αντικείμενο της αγάπης. Υπό τις κατεπείγουσες συνθήκες απώλειας του εσωτερικού του στηρίγματος, το Εγώ του υποκειμένου συγχωνεύεται με το εσώκλειστο αντικείμενο, βιώνοντάς το ωστόσο σαν απομονωμένο από αυτό το ίδιο: θα ξεκινήσει έτσι ένα φανερό πένθος δίχως τελειωμό, μετερχόμενο της οδύνης του, της χαίνουσας πληγής του, της συμπαντικής του ενοχής, χωρίς ωστόσο να καταγγείλει το ανείπωτο. Πρόκειται για ένα πένθος το οποίο το άτομο αποδίδει  στο χαμένο αντικείμενο, ιδού ο μόνος τρόπος που  απομένει ακόμα στο υποκείμενο ώστε να ξαναζήσει τον μυστικό του παράδεισο,  εν αγνοία των πάντων…Υπάρχουν γονείς με μυστικά θαμμένα, τα οποία  γίνονται για τα παιδιά τους πεθαμένοι  που δεν θάφτηκαν.  Είναι φαντάσματα ασυνείδητα  των γονιών που επιστρέφουν από το ασυνείδητο και επηρεάζουν τα παιδιά τους, οδηγώντας στην εγκατάσταση τρέλας, φοβιών, ψυχαναγκασμών. Η επίδρασή τους φτάνει μέχρι να διασχίσει γενιές ολόκληρες ακόμα και να καθορίσει το πεπρωμένο μιας γενεαλογικής γραμμής. Κατά τους συγγραφείς, αυτό θα μπορούσε να προσιδιάζει με την μυστηριώδη φροϋδική έννοια της πρωτογενούς απωθήσεως…

…Ο αναλυτής είναι πιθανόν να αποτύχει να ακούσει το μυστικό, αυτό το οποίο δεν αποκαλύπτει ο ασθενής, μια ανάμνηση την οποίαν εκείνος έθαψε άνευ νόμιμης ταφής, είναι η ανάμνηση ενός ειδυλλίου που εκείνος έζησε με ένα πολύτιμο αντικείμενο, ενός ειδυλλίου το οποίο για κάποιον λόγο κατέστη ανομολόγητο, μια ανάμνηση καταχωνιασμένη έκτοτε σε σίγουρο μέρος, περιμένοντας την ανάστασή του.   Είναι πιθανόν  ο αναλυτής να μην άκουσε το μήνυμα του λόγου του ασθενούς, ή να άκουσε τον λόγο του ακρωτηριασμένο, γεμάτο κενά, σαν αινίγματα/γρίφους  χωρίς να έχει το κλειδί της κατανόησης τους. Κάποιοι ασθενείς μπορεί να τον εγκατέλειψαν χωρίς να του έχουν αποκαλύψει το έργο της ζωής τους. Αυτοί ακριβώς είναι που θα του «επανέρχονται», εν είδει φαντασμάτων που δεν ολοκληρώθηκε το πεπρωμένο τους (π.χ. «ο άνθρωπος με τους λύκους», η περίπτωση του οποίου απασχόλησε τον Freud σε όλη τη διάρκεια του κλινικού του έργου) .

Εν κατακλείδι, η Torok Μ. (1925-1998) Γαλλίδα ψυχαναλύτρια ουγγρικής καταγωγής, ανέπτυξε –μαζί με τον Abraham Ν.-τη θεωρία της κρύπτης και του φαντάσματος που συχνάζει στο υποκείμενο: πρόκειται για τον κρυπτικό εγκλωβισμό του άλλου ώστε να μη μπορεί να λάβει χώρα η εργασία του πένθους. Ο θύλακας της κρύπτης μπορεί να προστατεύει, να προφυλάσσει από κάθε διείσδυση. Η κρύπτη δημιουργείται όταν το αντικείμενο της απώλειας ήταν τόσο αναγκαίο ναρκισσιστικά για τον πενθούντα ώστε αυτός να θέλει να το διατηρήσει ζωντανό μέσα του. Η σχέση με τον νεκρό είχε τέτοιο χαρακτήρα ώστε να κάνει το υποκείμενο όχι μόνο να μη δέχεται την απώλεια αλλά να μη μπορεί να μιλήσει ανοιχτά γι αυτόν. Ταυτίζεται μαζί του μέσα από το μηχανισμό που οι Abraham και Τοrok ονομάζουν ενδοκρυπτική ταύτιση. Η άρνηση της απώλειας μπλοκάρει τη διαδικασία της ενδοβολής και κινητοποιεί το μηχανισμό της ενσωμάτωσης ως «μαγική ίαση της απώλειας», ως φαντασίωση που οδηγεί στην ψυχική έγκλειση του νεκρού: αυτό σημαίνει την άρνηση να γνωρίσεις το πραγματικό νόημα της απώλειας. Η φαντασίωση της ενσωμάτωσης προδίδει ένα κενό εντός του ψυχισμού, μια έλλειψη στο σημείο ακριβώς που εκκρεμούσε να γίνει μια ενδοβολή. Το Εγώ του φορέα της κρύπτης αναλαμβάνει το ρόλο του «φύλακα του νεκροταφείου της μνήμης»( αυτός δεν παίρνει ποτέ άδεια, παραμένει μόνιμα στη θέση του, είναι άφωνος σαν τάφος, αιώνια  περιπλανώμενος στο λαβύρινθο του νεκροταφείου). Μέσα στην κρύπτη βρίσκονταν όλα όσα αφορούν το νεκρό: η σχέση του με τον επιζώντα και η ιστορία της, τα συναισθήματα που τους συνέδεαν, η απαγορευμένη επιθυμία, η ντροπή, η ενοχή αλλά και οι συνθήκες του θανάτου. Η κρυπτοφορία παίζει σημαντικό ρόλο στη γέννηση διαφόρων ψυχικών διαταραχών: καταθλίψεις, υπομανία ή και μανία, μελαγχολία, παράξενες σωματικές αισθήσεις, συμπεριφορές μίμησης ενός ανθρώπου που έχει πεθάνει, κλεπτομανία, φετιχισμός, αλκοολισμός και ψυχοσωματικές διαταραχές. Οι πάσχοντες υποφέρουν συνήθως από έλλειψη όρεξης να ζήσουν και να αγαπήσουν όπως και από διακυμάνσεις της δημιουργικότητάς τους. Όλες οι λέξεις που θα μπορούσαν να έχουν λεχθεί, όλα τα δάκρυα που θα μπορούσαν να έχουν χυθεί το άτομο θα τα καταπιεί ταυτόχρονα με τον τραυματισμό, εξαιτίας της απώλειας. Μέσα στην κρύπτη αναπαύεται ζωντανό το αντικείμενο ως πλήρες πρόσωπο. Το περιεχόμενο της κρύπτης δε μπορεί να εκφραστεί με λόγια, είναι άρρητο (μη λεχθέν). Η κρύπτη φτιάχνεται όταν το απολεσθέν αντικείμενο φεύγοντας αφήνει στο υποκείμενο πράγματα που δεν μπορούν να ομολογηθούν (τραυματικό που μένει κρυφό, επειδή έχει μέσα κάτι τόσο ηδονικό).

Στην κρύπτη κρύβεται όχι μόνο το αντικείμενο, αλλά και τα συναισθήματα που συνοδεύουν αυτήν τη σχέση (καταστολή τους). Για το υποκείμενο είναι απαραίτητο όλο αυτό να το κρατήσει ζωντανό (εγκυστωμένο μέσα στην κρύπτη) περιμένοντας να ξανάρθει. Τότε όμως το πράγμα δεν μπορεί να πενθηθεί (δάκρυα, λέξεις κλπ) αφού το υποκείμενο  περιμένει την ανάσταση του. Υπάρχει ευχαρίστηση στο κρυπτικό αντικείμενο ( είναι αντικείμενο υψηλής λιβιδικής αξίας) η οποία δε μπορεί να κοινοποιηθεί ούτε να καταγγελθεί λόγω της παράνομης υφής του: « Δεν θα το καταγγείλω ποτέ, γιατί, αν το καταγγείλω, θα καταρρεύσω και εγώ». Ο μελαγχολικός δεν γνωρίζει τι έχασε στο εκλιπόν αντικείμενο και προσπαθεί ν’ αντιμετωπίσει τις συνέπειες της απώλειας μέσω της ενσωμάτωσης: αυτό που έχασε είναι το ειδύλλιο με το αντικείμενο ή μια σκηνή του αντικείμενου που κατέστη ιδεώδης.

Το ζητούμενο για τον αναλυτή είναι  να βγάλει από τον άνθρωπο την ντροπή, για να μπορέσει να μιλήσει γι αυτά τα πράγματα. Πρέπει να νιώσει ότι ο αναλυτής του τον συμμερίζεσαι, ότι δεν ντρέπεται γι΄ αυτόν.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ