ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ Η ΑΓΙΟΣ;
Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής
Ο Ρασκόλνικωφ είναι ένας φτωχός, ιδεοληπτικός, amoral αλλά περήφανος φοιτητής ο οποίος για να βρει διέξοδο στη μιζέρια του σκοτώνει-από πνευματική περιέργεια- και κλέβει μια γριά τοκογλύφο που τη θεωρεί βλαβερή ύπαρξη, μια «ψείρα». Δεν αφήνει ίχνη, αλλά βασανίζεται από μια εσωτερική τιμωρία. Από «υπεράνθρωπος» αρχίζει να αισθάνεται παγιδευμένος. Φοβάται μήπως ο ανακριτής Πορφύριος-ο οποίος τον υποπτεύεται και «παίζει» μαζί του-αποκαλύψει το έγκλημά του, συλληφθεί και καταδικαστεί. Εντούτοις, επηρεασμένος από τη Σόνια μια κοινή γυναίκα που τον αγαπάει και του συμπαραστέκεται πηγαίνει και παραδίδεται μόνος του. Καταδικάζεται σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία όπου εκείνη τον ακολουθεί. Σιγά-σιγά συνειδητοποιεί ότι δεν είναι «μικρός θεός» και αναζητεί τη σωτηρία στην πίστη.
Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι μοιάζουν με ανθρώπους-δεσμώτες που εγκληματούν για να βγουν στο φώς αλλά δε γνωρίζουν πώς να χειριστούν τη νέα κατάσταση (ως εγκληματίες). Είναι αντιήρωες, άνθρωποι των παθών, της αμαρτίας, της φτώχιας. Κινούνται εκτός ορίων. Το εγκληματικό profile του Ρασκόλνικωφ ταιριάζει απόλυτα με τον ανοργάνωτο δράστη αφού το έγκλημα ήταν αυθόρμητο, η σκηνή του εγκλήματος ακατάστατη, τα πειστήρια αφημένα κ.λ.π.
Οι συγκρουσιακές σχέσεις επιστήμης και θρησκείας, και ως προς το αληθινό νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και ως προς την συμπαντική έννοια του Καλού και του Κακού, δηλαδή τη ρίζα του ηθικού Νόμου, επεκτείνονται και στο πεδίο της Εγκληματολογίας.
Κατά τον συγγραφέα Μαίρη Μικέ (εισαγωγή στο μυθιστόρημα του Μ..Καραγάτση «Η Μεγάλη Χίμαιρα» ) η καταστροφή συντελείται από τη στιγμή που καταλύεται το σύνορο που χωρίζει το Πάθος από το Λόγο και έτσι επιχειρείται η υπέρβαση. Στο φαντασιακό του δυτικού πολιτισμού ο Λόγος ταυτίζεται με το άρρεν και το Πάθος με το θήλυ.
Ο Ρασκόλνικοβ εκπροσωπεί την πάλη Καλού/Κακού (χωρίς τελικό νικητή), τη σύγκρουση του Καλού με το Κακό. Η σύγκρουση του δαιμονικού και αγγελικού στοιχείου χαρακτηρίζουν όλο το έργο του Ντοστογιέφσκι ο οποίος αποκαλέστηκε και “romancierdesfous”.Oι ήρωες του Ντοστογιέφσκι και του Καζαντζάκη ταράσσουν τα λιμνάζοντα ύδατα καθώς αναζητούν το Θεό που είναι μέσα τους ακόμα και δια της οδού της ακραίας αμαρτίας. Η ηθική πτώση και η αυθόρμητη ανάσταση συγκροτούν το δίπολο της θείας χάριτος.
Για ορισμένους ερευνητές τα ζωώδη ένστικτα κοιμούνται μέσα στον άνθρωπο (οικουμενικότης του φαινομένου) και συχνά συναντάμε έναν ηθικό Κουασιμόδο (Quasimodomoral) o οποίος φαίνεται να έλκεται από αίμα αφού μέσα του ρέουν ζοφερά πελάγη ενστίκτων.
Είναι δυσδιάκριτα τα σύνορα της ευθύνης ενός παραπλανημένου μυαλού, ενός κακού πνεύματος που οδηγεί στο έγκλημα ένα μη γνήσιο φονιά. Ο διφυής χαρακτήρας της ανθρώπινης φύσης (homeduplex), δηλαδή σώμα-ψυχή, ατομικό-κοινωνικό όν, καθιστά τον καθένα «τέρας αντιφάσεων». Η ατομική συνείδηση κατισχύει της συλλογικής και ο εγωισμός του αλτρουισμού. Μπορούμε ορισμένα εγκλήματα να τα δούμε μόνο ως έργο διαβολικών ενστίκτων, ψυχικών παρορμήσεων ή μήπως το Καλό και το Κακό, ο Θεός και ο Διάβολος συχνά συν-υπάρχουν; Μήπως το αρνητικό Εγώ περνάει στην αγιότητα μέσω της αμαρτίας; Tελικά οι άνθρωποι γίνονται ή γεννιούνται καλοί ή κακοί; Υπάρχουν κακοί που δε μπορεί παρά να είναι κακοί;
Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι θεωρούν ότι το έγκλημα τους καθιστά ισόθεους αφού υπερβαίνουν το Νόμο του Θεού που το απαγορεύει. Είναι η τραγική αναζήτηση/απόκτηση της προσωπικής ελευθερίας μέσα στο πλαίσιο μιας ηθικής ανελευθερίας που οδηγεί σε σύγκρουση με το Θεό. Ο θάνατος ως ανεξιχνίαστος νόμος του Θεού ενυπάρχει και στο φόνο που για πολλούς συνιστά το μόνο τρόπο για να διεισδύσουν στο υπερπέραν: είναι η συμβολική εξίσωση του φόνου με απελευθέρωση. Φαίνεται ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου σχετίζεται με την υπέρβαση της ηθικής σύγχυσης περί του Καλού και του Κακού.
Το Κακό συνδέεται με την ελευθερία. Η έννοια της ελευθερίας πέραν του ηθικού νόμου, πέραν των (ποινικών) ορίων, χωρίς κοινωνικούς συμβιβασμούς, οδηγεί σε μια συγκεκριμένη, στάση ζωής: στο δικαίωμα ν’αποφασίζεις για τη ζωή των άλλων, στην πτώση, στο χάος των παθών και στη συμφιλίωση μαζί τους. Για πολλούς ο άθεος ηθικός μηδενισμός (αν δεν υπάρχει Θεός τότε όλα επιτρέπονται) παρέχει ψευδαίσθηση ελευθερίας. Έτσι, «αν δεν υπάρχει Θεός, θα γίνω εγώ Θεός». Μέσα από την ελευθερία ακόμα και του να σκοτώνει ο άνθρωπος γίνεται Θεός (ισοθεϊα). Τότε αυτό-αναγορεύεται μεγάλος, σε σχέση με τους «μικρούς» ανθρώπους-θύματα. Πρόκειται για το πέρασμα από τον αδύναμο στον ήρωα, από τον Άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Υπερβαίνουμε τον εαυτόν μας μέσω της ελευθερίας. Πρόκειται για το πάθος και την αγωνία της ελευθερίας, το πέρα από το όριο. Η ελευθερία καθιερώνει τον δικό της νόμο. Η εσωτερική ελευθερία, η ηθική ελευθερία και αυτονομία του ανθρώπου συχνά καταλήγουν στην απόλυτη ελευθερία επιλογής ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Το έγκλημα ως στιγμιαία ελευθερία από το Θεό οδηγεί το δράστη στη βίωση του απόλυτου, στην υπέρβαση, στο πέραν από το καλό και το κακό.
Ο Ντοστογιέφσκι να επιχειρεί να βρει απάντηση στο ερώτημα: Μήπως ο εκχυδαϊσμός των ενστίκτων και η δεσποτική κυριαρχία των επιθυμιών συνδέονται με ψυχασθένεια, η οποία μπορεί να βαπτίσει το κακό ως καλό; Πρόκειται στην ουσία για μια «εργαλειακή» βία, ένα είδος αμυντικής επίθεσης πλήρως δικαιολογημένης στο μυαλό του δράστη. Μήπως τελικά το Κακό είναι εξορκισμός εσωτερικών πιέσεων και όχι ελεύθερη βούληση; Ένα άλλο δίλημμά του είναι αν μπορεί κάποιος να φονεύει κοινωνικά παράσιτα.
Σε ότι αφορά την διάπραξη, τo περιβάλλον μπορεί να ασκεί πίεση σε μια εύθραυστη προσωπικότητα που δε συνδέεται στενά με το νόμο και τους κανόνες, αλλά η πρώτη ύλη παραμένει ψυχογενής (μολονότι δεν είναι πάντοτε εύκολο να εντοπιστεί ποιο στοιχείο του ψυχισμού οδηγεί σε ποιό έγκλημα). Όπως και νάχουν τα πράγματα η κοινωνική αντίδραση κατά του εγκληματία δε θεμελιώνεται στην ηθική του ενοχή αλλά στην κοινωνική άμυνα. Ο δολοφόνος ζητάει συχνά από μόνος του την ηθική τιμωρία και αποδέχεται την τιμωρία για το έγκλημά του. Τόσο η εξέγερση όσο και το έγκλημα συχνά οδηγούν σε δια-προσωπικά αδιέξοδα. Η ηθική περιοχή του φόνου καλύπτεται με την ηθελημένη ομολογία/εξομολόγηση.
Είναι ο νευρωτικός πρωτίστως ο οποίος χαρακτηρίζεται από την ανάγκη αυτό-τιμωρίας (θέλει να συλληφθεί και να καταδικαστεί). Το έγκλημα του νευρωτικού προέρχεται από μια σύγκρουση εν-τάσεων και παρορμήσεων, εκτελείται με τρόπο ερασιτεχνικό, η ομολογία κατατίθεται εύκολα και η καταδίκη γίνεται αποδεκτή.
Η ηθική ακύρωση του εγκλήματος (καλή πρόθεση ή πρότερος έντιμος βίος κ.λ.π.) δεν εκφεύγει των τύψεων. Είναι ο «Διάβολος» ως διεστραμμένο Υπερεγώ ο οποίος καλλιεργεί παράλογα αισθήματα ενοχής (ακόμα και πριν το έγκλημα) και ο δέσμιος αναζητεί τιμωρία ή κάθαρση για να αντισταθμίσει τους εφιάλτες του και να επανενταχτεί στην κρατούσα κοινωνική ηθική. Ο εξαγνισμός των διαβολικών προσώπων μπορεί να γίνει μέσω της ντροπής αλλά αυτό μάλλον δεν αρκεί. Έτσι οι αποκλίσεις από τον Θεό, η πορεία προς την Κόλαση, αιφνίδια επιστρέφουν στο Θεό δια της μετάνοιας και της εξιλέωσης. Τα έσχατα όρια της ελευθερίας αγγίζουν τη Θεοδικία. Πρόκειται για τη νοσταλγία του σταυρού ως ένας συνδυασμός του συναισθήματος ενοχής και τιμωρίας, του πόνου και του πάθους. Η δημόσια μετάνοια και η ψυχική συντριβή του εγκληματία χωρίς αποφυγή της τιμωρίας μετατρέπουν τον καταδικασθέντα σε δυστυχισμένο αδερφό. Η ψυχοπαθολογία του εγκλήματος μετουσιώνεται σε ηθική αναγέννηση (δια της πίστης) και ο «υπεράνθρωπος» ξαναγίνεται άνθρωπος. Η μεταστροφή ενός ανθρώπου και το πέρασμα από τον πόνο της αμαρτίας στη λύτρωση της χαράς συνιστά εσωτερική επανάσταση και ανατροπή. Μήπως λοιπόν το Κακό προετοιμάζει το Καλό και μ’αυτόν τον τρόπο «ελέγχει» τις ελεύθερες επιλογές του ανθρώπου; Πρόκειται για την πορεία/ ψυχο-διαδρομή από τη διαφθορά στην αγνότητα, από τον πόνο στην ηθική εξύψωση. Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι παλεύουν με τους « δαίμονές τους» και θέλουν να φτάσουν στον Παράδεισο περνώντας από την κόλαση του εγκλήματος.
Στην τραγωδία το κακό παίρνει συχνά τη μορφή «επαναστατικής δικαιοσύνης» όμως τελικά το Κακό και το Καλό συνυπάρχουν, έστω και ως εχθροί. Για τον Ντοστογιέφσκι η όποια κλίμακα του Κακού δεν είναι παρά μια αντεστραμμένη αγάπη αφού οι αντίρροπες στο Κακό ψυχικές δυνάμεις οδηγούν πάντα στη λύτρωση.
Οι πρωταρχικοί μύθοι περί φόνου και αμαρτίας και γενικά περί του κακού δημιουργούν σχέσεις υποταγής και υποδούλωσης στο Θεό ή στη Μοίρα. Ακόμα και το πέρασμα στην ηθική της μετάνοιας ή και της τιμωρίας δεν είναι βέβαιο ότι αποδεσμεύει τον εγκληματία από το έγκλημά του και αφήνει ελεύθερη την πολύπλοκη ψυχή του. Ενοχή, αμαρτία, κίνητρα, ηθική συνείδηση, κάθαρση, καθιστούν τον εγκληματία δέσμιο τόσο της «άτης» όσο και του δαίμονα. Ιδού η «ηθική του κακού» και τα ένοχα ένστικτα του Ηomo Νatura. Η ψυχολογία της απόγνωσης και της πτώσης, η αλλοτριωμένη σχέση της ψυχής με το Θεό ενίοτε κρύβει πορεία προς την λύτρωση.
Κάποιοι μπορεί να θαυμάζουν όσους υπερβαίνουν τις ηθικές αναστολές και επιλέγουν το Κακό. Γι αυτούς ο άνθρωπος θα βρει την ολότητά του αν τολμήσει να προχωρήσει και η ψυχή του αποκτήσει την εμπειρία του Κακού. Η μετάβαση προς τον «Υπεράνθρωπο» (υπεράνω ηθικής) αποτελεί εμπειρία πραγμάτωσης.
Άλλωστε κατά τον Ρασκόλνικωφ η ηθική των δούλων-σχετικά με το Καλό και το Κακό-είναι διαφορετική από την ηθική των κυρίων. Οι εξαιρετικοί άνθρωποι(extraordinarypeople) «δικαιούνται» να υπερβαίνουν δια της βίας τα ηθικά όρια προς όφελος της Ανθρωπότητας. Όλη η φιλοσοφία του ήρωα διακηρύττει τη διάκριση ανάμεσα σε κοινούς και εξαιρετικούς ανθρώπους, δηλαδή σε υπάκουους και υπερασπιστές μιας ιδέας έστω και μέσω του εγκλήματος. Πρόκειται εδώ για ένα είδος «κοινωνικού δαρβινισμού», άλλως ειπείν το δικαίωμα του δυνατού, του μεγάλου ανθρώπου να εξαφανίζει τον αδύναμο. Η ανυπαρξία του Θεού επιτρέπει στα ανώτερα όντα να ασκούν εξουσία Ζωής και Θανάτου και να τιμωρούν τα κατώτερα, επομένως η πράξη τους είναι εξαρχής δικαιολογημένη. Με αυτήν την έννοια μπορούμε να δούμε τον ήρωα του μυθιστορήματος να αναπαριστά τον «επαναστάτη» ενώ το θύμα (γριά τοκογλύφισσα) να συμβολίζει την αστική τάξη.
Σε πολλές περιπτώσεις «ο πολιτισμός των μεν και των δε» (των «δυνατών» και των «αδύνατων») δημιουργεί φαντασιακές εμμονές οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στον παράλογο «φόνο» τον οποίο διαπράττει ο ανώτερος ο οποίος απλώς αισθάνεται τέτοιος. Οι κανονικοί, υπερ-κανονικοί, οι «μεγάλοι», οι ανώτεροι, όλοι αυτοί διαπράττουν ιδεολογικά εγκλήματα χωρίς τύψεις, ενοχές και προσωπική ευθύνη ή λειτουργούν ως οιονεί Μεσσίες που εντέλει-ακόμα κι αν μετανιώνουν-δεν αναιρούν τη βάση της θεωρίας τους.
Ο Ρασκόλνικωφ διακατέχεται από διανοητικό εγωισμό που τον οδηγεί σε υπεράνθρωπο κίνητρο (supermanmotive) και σε άρνηση του ίδιου του χαρακτήρα της πράξης του ως εγκλήματος. Υποκύπτει στο «Κακό» όχι ως εξαχρειωμένος αλλά ως ελεύθερα επιλέγων την πράξη του, ως αναδύουσα από τα βάθη της ψυχής του τον υποχθόνιο εαυτόν του, ως δοκιμάζων τα όρια της ύπαρξης του. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αναζητεί και τον εξαγνισμό. Ο δράστης είναι ταυτόχρονα δυνατός (ανώτερος) και εύθραυστος (αδύναμος), «τιμωρεί» αλλά και αυτό-τιμωρείται, εκλογικεύει αλλά και τιμωρεί, χειρίζεται την ελευθερία του αλλά και την φοβάται. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές είναι ένας μοναχικός ψυχο-κοινωνιο-παθής. Πρόκειται ίσως για διπολική διαταραχή. Μοιάζει να έχει μέρος των τυπολογιών και των τεσσάρων ιπποκρατικών χαρακτήρων: αλλάζει εύκολα διάθεση (ως αιματώδης), είναι εμπαθής (ως χολερικός) συγκινείται δύσθυμα (ως μελαγχολικός), χαρακτηρίζεται από απάθεια (ως φλεγματικός). Ο ψυχαναγκαστικός φόνος νομιμοποιήθηκε μέσα του λόγω του «ευγενούς σκοπού». Εγκληματεί για να «εκκαθαρίσει» την ανθρωπότητα. Απονέμει τη δική του δικαιοσύνη με τη δική του διάκριση Καλού-Κακού με το φόνο ως δικαίωμα και τη συνείδησή του διασπασμένη (Raskol=σχισμένος στα δύο).Η αυτοτιμωρία του συνίσταται στη λύτρωσή του από το βάρος της ελευθερίας του. Παρά τη θρησκευτική του παιδεία προβαίνει σε φόνους για να δοκιμάσει/δοκιμαστεί εάν είναι «υπεράνθρωπος, αν τελικά μπορεί να κάνει την υπέρβαση.
Η «γλύκα μέσα στο βούρκο» καθιστά τους ηττημένους της ζωής άλλοτε δολοφόνους και άλλοτε άγιους. Μπορεί ο «άγιος»(θεόμαχοι και θεόφιλοι) να είναι υπεύθυνος για όλους και για όλα αλλά μπορεί να έχει και μια εγκληματική πλευρά(αφού συχνά διασπάται)
Η προσωπική ιστορία του δράστη και η αποτυχημένη προσωπική του ζωή δημιουργούν το πλαίσιο της εγκληματικότητας χωρίς βέβαια να αποσιωπάται ο ρόλος των κοινωνικών συνθηκών. Όμως ο κατεξοχήν καθοριστικός παράγοντας παραμένει το βίωμα και η έννοια της προσωπικής πράξης. Όμως υπάρχουν και υπερεπικίνδυνοι εγκληματίες εγωιστές και ρέποντες προς την καταστροφή οι οποίοι δεν δείχνουν κανένα αλτρουιστικό συναίσθημα ευσπλαχνίας(pieta) και δικαιοσύνης και κινούνται σε επίπεδο μη έλλογης αντικοινωνικότητας. Ο πραγματικά κακός( realbad) δεν ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων, δεν είναι ηθικά σφυρηλατημένος, φέρεται σαν ξένος και πιστεύει ότι έχει το δικαίωμα να κυριαρχεί έστω και με τη βία.
Η εποποιία και η τραγωδία δε γνωρίζουν έγκλημα ή τρέλα. Είναι άκρως ασαφή τα όρια που χωρίζουν το έγκλημα από τον θετικό ηρωισμό. Εδώ αυτό που αποκαλείται έγκλημα δεν υφίσταται με κανέναν τρόπο ή δεν αποτελεί παρά το φωτεινό συμβολικό σημείο όπου αποκαλύπτεται η σχέση της ψυχής με το πεπρωμένο της. Η εποποιία μεταμορφώνεται σε τέλεια θεοδικία όπου έγκλημα και τιμωρία είναι ισοβαρή, κατέχουν την ίδια θέση στην πλάστιγγα της θείας κρίσης. Στην τραγωδία το έγκλημα θεωρείται είτε ασήμαντη λεπτομέρεια, είτε σύμβολο, είτε απλό στοιχείο της πλοκής αναγκαίο και καθορισμένο από τις τεχνικές απαιτήσεις, είτε έκρηξη των γήινων νόμων. Όσο για την τρέλα η εποποιία την αγνοεί εντελώς. Γίνεται μόνο κατανοητή ως η ακατάληπτη γλώσσα ενός υπερκόσμου ο οποίος δε διαθέτει άλλο μέσο για να εκδηλωθεί. Όσο για την τραγωδία μπορεί να συνιστά την συμβολική έκφραση του τέλους και να ταυτίζεται είτε με τον σωματικό θάνατο είτε με την αγωνία μιας ψυχής που λειώνει στη δική της φωτιά.
Συμπληρωματικά βλέπε Μπακιρτζόγλου «Ο Dostoevsky η πατροκτονία και οι κρίσεις επιληψίας»