Το ψυχικό τραύμα: Η μεταψυχολογική κατανόηση της τραυματικής νευρώσεως

14,00 

Μια διευρυμένη   μεταψυχολογική  ανασκόπηση  της έννοιας του ψυχικού τραύματος και των συνεπειών του με κλινικά παραδείγματα.

  Αριθμός Σελίδων: 29

 Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος-Ψυχαναλυτής

  Τύπος Αρχείου: PDF

Περιγραφή

Το δοκίμιο εστιάζει στην  ψυχαναλυτική έννοια του ψυχικού τραύματος μέσα από   μια   εκτενή   ψυχαναλυτική αρθρογραφία   και κλινικά παραδείγματα,   ενώ επικεντρώνεται   πρωτίστως στο   φαινόμενο   της αναπαραγωγής   του   τραυματικού   βιώματος   στην   ψυχοδιαδρομή   του υποκειμένου.

Ο   όρος ψυχικό   τραύμα αφορά   μια   βαθιά   διαταραχή   του   ψυχισμού.   Ο Freud το συσχέτισε με ανεξέλεγκτες έσωθεν και έξωθεν διεγέρσεις που κατακλύζουν το Εγώ, οδηγώντας σε αποδιοργάνωση και απομείωση των λειτουργιών του.

Το   αλεξιερεθιστικό   ή   αλεξιδιεγερτικό σύστημα   λειτουργεί   ως το προστατευτικό   περίβλημα   του   ψυχισμού,   φιλτράροντας την   ένταση των διεγέρσεων   απ’   όπου   κι   αν   προέρχονται. Η   αποτυχία   του   να λειτουργήσει αδιάλειπτα   μπορεί να οδηγήσει σε τραυματικές εμπειρίες που αφήνουν στον οργανισμό ανεπεξέργαστα ψυχικά ίχνη.

Ο ψυχισμός, καλώς εχόντων των πραγμάτων, δύναται να μετασχηματίζει τις αισθητηριακές εμπειρίες σε αναπαραστάσεις μέσω της εργασίας της συμβολοποίησης.   Το   τραύμα   όμως,   μπορεί   να   εγκαταστήσει   στον ψυχισμό αναπαραστασιακά   κενά,   όπου   οι   δυσάρεστες   εμπειρίες   δεν μπορούν   να   εγγραφούν   στη   μνήμη   και   να   γίνουν   αντικείμενο   ψυχικής εργασίας.

Το ψυχικό τραύμα συχνά μπορεί ασυνειδήτως να αναπαράγεται, π.χ. μέσω της   ψυχαναγκαστικής   επανάληψης   συμπεριφορών, των   τραυματικών ονείρων   εν   είδει   ονειρικής   επωδού, ή   της επανάληψης αυτοκαταστροφικών επιλογών ζωής (ενόρμηση του θανάτου κατά Freud).

Στην   ψυχανάλυση το   ζητούμενο   είναι   ο   μετασχηματισμός της   μη συνειδητής   επανάληψης   του   τραυματικού-δηλαδή   της   μνήμης-σε ανάμνηση, έτσι ώστε να αμβλύνονται οι συνέπειές του.

1. Η ρήξη της συνέχειας της ψυχικών λειτουργιών.

Η λέξη τραύμα, δάνειο στην ψυχανάλυση από την ιατρική και την χειρουργική επιστήμη, προέρχεται από το ρήμα τι-τρώσκω, που σημαίνει πληγώνω «με ταυτόχρονη ρήξη των ιστών του δέρματος…» (Μπαμπινιώτης, 1998). Παρομοίως, το τραύμα ή τρώμα στη δωρική διάλεκτο, είναι «βλάβη του σώματος εξ’ εξωτερικής βίας επιφέρουσα λύσιν της συνεχείας των ιστών και αιμόρροιαν, πληγή, λαβωματιά», (Δημητράκος, 1958). Το τραύμα εννοιολογικά διαφοροποιείται από τον τραυματισμό, καθώς η πρώτη λέξη σηματοδοτεί την εξωτερική βία που προξενεί την σωματική πληγή, ενώ η δεύτερη παραπέμπει στις συνέπειες του τραύματος επί του συνόλου του οργανισμού. Ωστόσο στα κείμενα του Freud συναντάμε μόνο την λέξη τραύμα, καθώς η γερμανική γλώσσα αγνοεί τη διάκριση των δύο (Βrette 2002).

H ψυχολογιοποιημένη έννοια της λέξης χρησιμοποιήθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα για να εξηγηθούν διάφορα σύνδρομα, πρωτίστως η τραυματική νεύρωση. Το 1892 οι Charcot και Freudτου αιτιοκρατικού ρεύματος της εποχής, συνέδεσαν την αιτιολογία της υστερίας με το τραύμα (πρώτη θεωρία του τραύματος1890-1897) έτσι ώστε η έννοια του σωματικού τραύματος να μετεξελίσσεται σε αυτήν του ψυχικού, ένδειξη ότι η επιστημονική σκέψη άρχιζε προοδευτικά να απαγκιστρώνεται από την αποκλειστικότητα του οργανικού-υλικού προσδιορισμού του τραυματικού συμβάντος. Στην δεύτερη θεωρία του τραύματος (1920) ο Freud απομακρύνθηκε από τον σεξουαλικό ντετερμινισμό, σημειώνοντας ότι η κάθε συνθήκη κινδύνου μπορεί να προξενεί μια ανεξέλεγκτη διεγερτική-δυσφορική κατάσταση υψηλής εντάσεως και ότι οι υπερβολικές διεγέρσεις μπορεί να μετατρέψουν το Εγώ σε Αυτό, την οργάνωση και τη δομή σε χάος. Συνέδεσε εν τέλει το τραύμα με απειλητικά και οδυνηρά γεγονότα, όπως αυτά που λαμβάνουν χώρα σε μία σύρραξη, στις αιματηρές τραγωδίες της ιστορίας (βασανιστήρια, καθείρξεις, εγκλεισμοί κ.λπ.), με συνέπεια την εγκατάσταση αλλοιώσεων και εκ σεσημασμένης σημειολογίας της ψυχής ή της συμπεριφοράς (κατάθλιψη, υποχονδρία, αγωνία, παραλήρημα…), επειδή ο οργανισμός χάνει τα «μέσα» του. Ωστόσο το 1905, διεύρυνε τη σκέψη μας επί της υποκειμενικότητας του τραύματος όταν σημείωνε ότι «καμία εμπειρία καταλήγει να έχει παθολογική συνέπεια ως ανυπόφορη για το Εγώ, στην περίπτωση κατά την οποίαν το τελευταίο θα ήταν σε θέση να ενεργοποιήσει τους αμυντικούς του μηχανισμούς»(σ.276).

Συνεχίστε την ανάγνωση κατεβάζοντας το σύνολο του κειμένου από την ψυχαναλυτική μας βιβλιοθήκη.