Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής

Ένας φίλος μου πετυχημένος οφθαλμίατρος κλινικάρχης έχει τέσσερα παιδιά. Η γυναίκα του τα φροντίζει παραμένοντας περισσότερο μέσα στο σπίτι, μολονότι είναι κι αυτή γιατρός. Γενικά ζουν σε ένα πολύ στενό κύκλο, σε μια οικογενειακή πολυκατοικία, σπάνια καλούν στο σπίτι τους άλλους, τρώνε όλοι μαζί σαν σε «Μυστικό Δείπνο». Εκείνο μου είπε τις προάλλες: «Τώρα είσαι αδερφός μας. Μπορείς να έρχεσαι στο σπίτι όποτε θέλεις και αν ποτέ χρειαστείς οτιδήποτε, χρήματα ή ό,τι άλλο να μη διστάσεις καθόλου να το ζητήσεις». Τι σοι αδερφός του μπορώ να είμαι; Έχουμε τον ίδιο πατέρα και μάνα; Το είσαι «αδερφός μας», φέρνει στο προσκήνιο την αξία του συμβολικού, της ψυχικής εγγραφής σε κάποιο επίπεδο όπου, μπορεί μεν να μην έχουμε τους ίδιους γονείς, έχουμε όμως έναν αδερφικό δεσμό, ο οποίος δεσμός, απ’ ότι φαίνεται, δεν μπορεί να εξασφαλίζεται πάντα από την βιολογία.
Συναντάμε εδώ το πεδίο της γλώσσας όπου η λέξη, ο λόγος, κυκλοφορεί και μεταδίδει ένα μήνυμα, μυεί, διαπαιδαγωγεί, οικοδομεί, αμβλύνοντας και σχετικοποιώντας την απολυτότητα της επικυριαρχίας του αίματος. Δεν είμαι ο εξ’ αίματος αδερφός του αλλά ο ως εάν αδερφός, ο θετός, ένα είδος ας πούμε πνευματικού αδερφού, εγγεγραμμένου/μπολιασμένου όχι στη βιολογική αλλά στην ψυχολογική γενεαλογία του. Με ποιόν τρόπο ένας άνδρας που δεν είναι ο γεννήτορας ενός παιδιού γίνεται πατέρας του; Αντίθετα, γιατί ένας βιολογικός πατέρας σταματάει να είναι πατέρας; Φαίνεται πως είναι εντέλει η πατρική λειτουργία που ενυπάρχει πίσω από την έννοια του υπαρκτού πατέρα, βιολογικού ή θετού, εφόσον αυτός δύναται να είναι φορέας του Νόμου. Επιπροσθέτως, η μητρική λειτουργία μπορεί να εξασφαλίζεται από τα άτομα που περιβάλλουν το παιδί στην περίπτωση απουσίας ή ανεπάρκειας της πραγματικής μάνας. Ας προσθέσουμε, κατ’ αναλογίαν, πέραν της μητρικής και της πατρικής, τις έννοιες της αδελφικής λειτουργίας και γενικότερα της γονεικής λειτουργίας.

Έτσι, αυτό που συνιστά την οικογένεια δεν περιορίζεται μόνο στον βιολογικό δεσμό, αλλά πρωτίστως σε αυτό που επιτρέπει σε ένα παιδί, βιολογικό ή θετό να εγγραφεί συμβολικά σε μια γενεαλογία, χάρη στη θέση που αυτό καταλαμβάνει στην ψυχική οικονομία των γονιών του. ΟNazirHamad (2001) σημειώνει ότι η λειτουργία της θετής οικογένειας ή ψυχολογικής οικογένειας ερείδεται στην πρακτική του μπολιάσματος: από την στιγμή που το βλαστάρι αφαιρείται και τοποθετείται σε ένα άλλο δένδρο, οι ρίζες του γίνονται αυτές του δένδρου της υποδοχής. Το χτίσιμο της ταυτότητας ενός υιοθετημένου παιδιού είναι η ταυτόχρονη συνύφανση της προϊστορίας του μαζί με την οιδιπόδεια ιστορία του, αυτή που προκύπτει από τη σχέση με τους θετούς ή ψυχολογικούς γονείς. Μόνο που το παιδί αυτό, θα κληθεί να απαρτιώσει ό, τι του συνέβη εκεί και τότε, να πενθήσει την προϊστορία του και, ει δυνατόν να ξαναγεννηθεί. Έχω κατά νου την περίπτωση ενός κοριτσιού που δόθηκε σε αναδοχή σε ηλικία σχεδόν 12 ετών και που σύντομα παλινδρόμησε στην αγκαλιά της θετής μαμάς του: ζητούσε να την ταΐζει μετοbiberon, κόλλαγε κυριολεκτικά πάνω της και της άνοιγε τα μπούτια, σα να ήθελε να μπει στα σωθικά της και να ξαναβγεί μέσα απ’ αυτά.

Αυτό που συγκροτεί την οικογένεια είτε βιολογική είτε θετή έχει προεξαρχόντως ένα θεσμικό και πνευματικό υπόβαθρο οπότε δικαίως μπορούμε να ομιλούμε, πέραν της γενετικής, και για πνευματική κληρονομικότητα η οποία αφορά στην πνευματική παρακαταθήκη που εντυπώνεται στο θετό παιδί, μέσω ταυτισιακών διεργασιών. Τω όντι αυτό το παιδί διαπαιδαγωγείται χάρη στην παρουσία των αναδόχων, στην υποστήριξή τους, στις λέξεις τους, σε ό, τι αυτοί του κομίζουν.


Σε τελευταία ανάλυση, είμαστε η εικόνα αυτών που μας μεγαλώνουν.


Εντέλει, η οικογενειακή λειτουργία είναι το κοινό βίωμα εντός του οποίου τα μέλη της ομάδας και η σχέση μεταξύ τους διέπονται από τον πατρικό Νόμο και τις απαγορεύσεις του. Εδώ, όπως σημειώνει η Dolto (στονΗamad 2001) , οι γονείς ευνουχίζουν το παιδί καθώς απαγορεύουν την αιμομιξία, και το παιδί με τη σειρά του ευνουχίζει αυτούς τους ιδίους καθιστώντας τους γονείς, δηλαδή όντα απέχοντα από την αιμομιξία με τους απογόνους τους. Σε μια θεσμοθετημένη οικογένεια βιολογική ή ανάδοχη, όταν το ένα παιδί αποκαλεί το άλλο «ο αδερφός μου» «η αδερφή μου», ή «ο μπαμπάς», «η μαμά μου», τότε ταυτόχρονα σημαίνεται/σηματοδοτείται και η απαγόρευση των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ τους. Μάλιστα, ορισμένα υιοθετημένα παιδιά πολύ γρήγορα αποκαλούν τους θετούς γονείς ως μπαμπά και μαμά, αναγνωρίζοντας κατά βάθος ότι αυτό αποτελεί μια αναγκαία δομική λειτουργία για αυτά. Υπάρχει λοιπόν στον άνθρωπο κάτι στη γλώσσα, στην εκφορά του λόγου, που σκοτώνει το ένστικτο, όπως λέει ο Lacan. Έτσι όταν ο φίλος μου με αποκαλεί «αδερφό» του, την ίδια στιγμή με ακρωτηριάζει και με περιορίζει, καθώς σηματοδοτώντας με ως αδερφό του, μου απαγορεύει να σχετίζομαι σεξουαλικά π.χ. με τη γυναίκα του ή την αδερφή του, την κόρη του κ.λ.π.
Δεν του χρειάζεται ο δεσμός αίματος, να έχουμε δηλαδή το ίδιο επίθετο, για να προάξει την θεσμοθέτηση της αδελφικής σχέσης και να εγκαταστήσει τον Νόμο που την διέπει. Έτσι, κάτω από λειτουργικές συνθήκες, η απαγόρευση της αιμομιξίας επενεργεί με άρρητο και άφατο τρόπο και στην θετή οικογένεια, ακριβώς όπως και στην βιολογική και αυτό ανεξάρτητα από την ηλικία της εισόδου του παιδιού, σε αυτήν. Υπάρχουν βέβαια και πολλές θλιβερές εξαιρέσεις αιμομιξίας, όμως αυτές δεν είναι περισσότερες από αυτές των βιολογικών οικογενειών.

Απόσπασμα από τοκείμενοτηςπαρουσίασης«To ιδρυματικό παιδί και η ανάδοχη οικογένεια: η προοπτική μιας εύθραυστης συνάντησης».
Σάββας Μπακιρτζόγλου, συμμετοχή στην ημερίδα της Εταιρείας Ανηλίκων Πειραιά ( Υπουργείο Δικαιοσύνης με θέμα « Η εξελικτική διαδρομή του παιδιού από τη Φιλοξενία στην Οικογένεια: Πρόληψη, παρέμβαση και αντιμετώπιση των ψυχικών παθογενειών του παιδιού»)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ