Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής
Ο Freud φαίνεται ότι περίμενε πολλά από τη συμβολή των γυναικών ψυχαναλυτριών. Αποποιήθηκε τη δυνατότητά του να έχει στη μεταβίβαση εξίσου τη θέση της μητέρας όσο του πατέρα. Δυσκολευόταν, ως άνδρας αναλυτής, να συμμετέχει και με τη γυναικεία του ταύτιση στην ψυχαναλυτική διαδικασία. Ως συνέπεια της απροθυμίας του θεώρησε τις γυναίκες ψυχαναλύτριες ως πιο ικανές να επεξεργαστούν την αρχική σχέση του παιδιού με τη μητέρα . Η Γιαννουλάκη (2005) σημειώνει: «ο Freud φοβήθηκε τη «γυναίκα» μέσα του; φοβήθηκε την παθητικότητά του;» (Οιδίπους τ.1, σελ. 65).
Οι ισχυρισμοί του Stoller αντιβαίνουν τις κλασσικές φροϋδικές θέσεις. Επί παραδείγματι, δεν είναι το πέος που λαχταρά το παιδί, αλλά αντίθετα μάλλον επιθυμεί τις γυναικείες ιδιότητες και ακόμα περισσότερο όταν οι άνδρες στην φαντασία τους εκχωρούν ένα πέος στην γυναίκα (φετιχισμός) [1] δεν είναι για να αρνηθούν -διαψεύσουν την δική της κατωτερότητα επειδή δεν έχει πέος, αλλά μάλλον την ανωτερότητά της (Ferraz στους FigueiredoLattanzio&Ribeiro 2017).
Ο JacquesAndré σημειώνει ότι η φροϋδική θεωρητική θέση αφήνει το κορίτσι «άνευ φύλου» έως την εφηβεία, περίοδο στην οποίαν ο Freud τοποθετεί την απαρχή της λιβιδινικής επένδυσης του κόλπου. Ωστόσο στα φροϋδικά κείμενα το ερώτημα της αλλαγής της ερωτογενούς ζώνης στα κορίτσια[2] από την κλειτορίδα στον κόλπο, καθώς και το θέμα της απώλειας της ερωτογενούς ζώνης ανάμεσα στην απώθηση της πρωτογενούς αρρενωπής σεξουαλικότητας και στη στιγμή της ανακάλυψης του κόλπου κατά την εφηβεία είναι ελάχιστα διερευνημένα.
Η Horney τοποθετεί στο κορίτσι πρώιμα την ανακάλυψη των κολπικών αισθήσεων, ενώ ο ErnestJones δεν εννοεί να βλέπει στην γυναίκα έναν «ελλειμματικό άνδρα». Δε συνδέει, όπως ο Freud, το γυναικείο άγχος με τον ευνουχισμό, αλλά με τον κίνδυνο της απώλειας της ένδον αισθαντικότητας και της ερωτικής επιθυμίας (άγχος αφάνισης)[3]. Με αυτήν την έννοια ο Jones εγκαταλείπει τον φροϋδικό φαλλοκεντρικό άξονα (φθόνος του πέους), ως αποκλειστική παράμετρο της γυναικείας σεξουαλικότητας. Επίσης η Chasseguet- Smirgel (στην Schneider 2002), όπως και η Klein άλλωστε, υποστηρίζει ότι το κορίτσι έχει από την αρχή μια συνειδητότητα του κόλπου και ότι ο φθόνος του πέους εκπορεύεται από τη σύγκρουση με τη μητέρα του και από την επιθυμία του να δραπετεύσει από τον έλεγχο και την εξουσία επάνω της. Με αυτήν την έννοια ο φθόνος του πέους και ο πόθος της κατοχής του ανδρικού μορίου δεν αποτελούν παρά μια εξέγερση απέναντι στην μητέρα. Η Catherine-Parat βλέπει εδώ μια άμυνα του κοριτσιού ενάντια στον φόβο διείσδυσης και εισβολής άλλως ειπείν είναι ο τρόπος του ώστε να απαρνηθεί την ευαλωττότητά του. Η J.McDougall υποστηρίζει ότι η επιθυμία του κοριτσιού να έχει πέος προέρχεται από την επιθυμία της να κατέχει τα μέσα ώστε να αποκαταστήσει[4] αυτό που λείπει στην μαμά της, αυτό δε η αποτελεί μια παράμετρο της γυναικείας ομοφυλοφιλίας. Ο BelaGrunberger σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η σχέση μάνας-κόρης είναι ελλειμματική καθώς καμιά από τις δύο δεν είναι ένα ικανοποιούν αντικείμενο (BuddS. RusbridgerR. 2005), και βλέπει τον γυναικείο ναρκισσισμό περισσότερο ως την απόπειρα του κοριτσιού να καλύψει το μητρικό έλλειμμα παρά ως την προσπάθειά του να καλύψει την δική του έλλειψη πέους, όπως υποστηρίζει ο Freud.
HChasseguet- Smirgel υποστηρίζει ότι αν ο κόλπος του κοριτσιού δεν γίνεται αισθητός στην πρώιμη παιδική ηλικία, αυτό οφείλεται σε ένα είδος γυναικείας ενοχής, την οποίαν ονομάζει ενοχή της ενσωμάτωσης (incorporationguilt), σχετικής με την γυναικεία φαντασία επανάκτησης του ελλείποντος πέους. Το κοριτσάκι μπορεί να επιχειρήσει να γίνει ο φαλλός διαμέσου της αισθητικής και τoυ καλλωπισμού, μπορεί όμως ακόμα φαντασιακά να ενσωματώσει το πέος, να το κρατήσει μέσα της, και να το επανακτήσει διαμέσου της γέννησης ενός παιδιού. Ήδη ο Freud θεωρούσε την γυναικεία σεξουαλικότητα ως «καννιβαλική» και κατανοούσε την συγχωνευτική τάση της μητέρας με το παιδί της ως την δυσκολία αποχωρισμού από το παιδί της, επενδεδυμένο εν είδει φαλλού. Πιο συγκεκρμένα, η Chasseguet- Smirgel διατείνεται ότι καθώς το κορίτσι μετακινείται και κατευθύνεται από την μητέρα στον πατέρα (αλλαγή αντικειμένου), οφείλει να απωθήσει τα εχθρικά της ένστικτα απέναντί του, μια επιθετικότητα η οποία ούτως ή άλλως είναι πηγή ενοχής. Είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο που συχνά οι γυναίκες δυσκολεύονται να επικρατήσουν σε πεδία τα οποία έχουν ασυνείδητη φαλλική σημασία, επειδή η κατάκτησή τους βιώνεται ως ευνουχισμός του πατέρα. Κατά την συνουσία, η γυναίκα ενσωματώνει το ανδρικό πέος. Μολονότι πρόκειται για μια μερική και προσωρινή κατοχή οι γυναίκες επιθυμούν στη φαντασία τους την μόνιμη σύλληψη του οργάνου, όπως άλλωστε σημειώνει και ο Freud (1924). HChasseguet- Smirgel σημειώνει σε ποιο βαθμό μπορεί να προκύπτουν προβλήματα εξαιτίας αυτής της επιθυμίας ενσωμάτωσης του πατρικού πέους (καταστροφή του πατέρα διαμέσου ενσωμάτωσης). Η συνουσία των γονιών μπορεί να σηματοδοτείται ως μια εχθρική ενσωμάτωση του πατρικού πέους από την μητέρα, το δε καταστροφικό χαρακτηριστικό του κόλπου συνδέεται με τον πρωκτικό σφικτήρα. Προκύπτει, κατά συνέπεια, ενοχή λόγω της οιδιπόδειας επιθυμίας της γυναίκας να καταβροχθίσει το πατρικό πέος, ωστόσο πράττοντας αυτό στη φαντασία της, η εχθρότητα στρέφεται εναντίον αυτής της ίδιας καθώς ολόκληρο το σώμα της ταυτίζεται με το πέος του πατέρα, ενώ ο καταστροφικός κόλπος προβάλλεται στον εξωτερικό κόσμο και βιώνεται σαν ένα κοίλωμα εντός του οποίου το κορίτσι εξαφανίζεται. Προκύπτει έτσι μια αντιστροφή του εμπεριέχοντος-περιεχομένου. Η γυναίκα από εμπεριέχον γίνεται το περιεχόμενο που εξαφανίζεται (εντός του εμπεριέχοντος). Η Chasseguet- Smirgel αναφέρει σχετικά περιπτώσεις γυναικών που υποφέρουν από φοβία να καταποντιστούν μέσα στο νερό, κλειστοφοβία[5], παρορμητικές ιδέες ότι θα πέσουν μέσα στο νερό, ή από μεγάλο ύψος, ζάλη, γενικότερους φόβους πτώσης κ.λ.π. Συχνά επίσης, σε άλλες περιπτώσεις, η σεξουαλική ευχαρίστηση περιορίζεται μόνο στην κλειτορίδα. Αυτό το ιδιαίτερο πρόβλημα σχετίζεται, κατά την συγγραφέα, με την ενοχή της ενσωμάτωσης η οποία απαγορεύει την επένδυση του κόλπου, το όργανο της καταβρόχθισης. Η επένδυση τότε μετατοπίζεται σε ένα εξωτερικό όργανο, στην κλειτορίδα. Κάποιες περιπτώσεις γυναικείας ομοφυλοφιλίας μπορεί να αποτελούν άμυνα στην σύγκρουση της επιθυμίας ενσωμάτωσης. Μια ασθενής που υπέφερε από δυσπαρευνία (επώδυνη σεξουαλική επαφή), εμφάνιζε μια έλλειψη κολπικής συστολής (το αντίθετο του vaginismus)[6] κατά την συνουσία. Πρόκειται για σύμπτωμα-αντιεπένδυση του πρωκτικού-σαδιστικού ενστίκτου για επιβολή έλεγχου. Όταν αυτό ακριβώς το εχθρικό χαρακτηριστικό απαρτιώθηκε από το Εγώ της ασθενούς, τότε ο κόλπος ήταν σε θέση εκ νέου να κλείνει γύρω από το πέος. Αυτές oι ασθενείς συνήθως θεωρούν ότι το πρόβλημά τους οφείλεται σε ανατομικά αίτια αλλά είναι μόνο όταν τα συμπτώματα αρχίζουν να αποδράμουν στη διάρκεια της θεραπείας, που δύνανται να συνειδητοποιούν τον ψυχογενή τους χαρακτήρα.
Η Chasseguet- Smirgel φτάνει να συνδέει με την επιθυμία ενσωμάτωσης την υπολειπόμενη θέση της γυναίκας στον πολιτισμό και την κοινωνία. Αναφέρεται στην οιδιπόδεια ενοχή που σχετίζεται με την πρόθεσή της να ξεπεράσει την μαμά της αλλά και στην ενοχή απέναντι στον πατέρα με συνέπειες στον επαγγελματικό και κοινωνικό τομέα. Η συγγραφέας βρήκε σε ασθενείς αμφοτέρων των φύλων που υπέφεραν από χρόνιες κεφαλαλγίες, σύνδεση των συμπτωμάτων τους με την ενοχή που αφορούσε στο ξεπέρασμα των γονιών τους σε διανοητικό επίπεδο, ειδικότερα στο ξεπέρασμα του πατέρα. Σε αυτήν την περίπτωση οι πονοκέφαλοι των ασθενών νοηματοδοτούνταν ως αυτο-ακρωτηριασμοί των διανοητικών τους δυνατοτήτων. Και στα δύο φύλα, η διανοητική δραστηριότητα αναπαριστά την κατοχή του πέους[7]. Στα κορίτσια αυτό σημαίνει ότι κατέχουν το πατρικό πέος το οποίο, τοιουτοτρόπως, αφαίρεσαν από την μητέρα (το οιδιπόδειο δράμα). Επιπροσθέτως, κατέχοντάς το, ευνούχισαν τον πατέρα. Η χρήση αυτού του πέους, επισύρει από το ασυνείδητο την κοπρώδη καταγωγή αυτής της εικόνας, την κατοχή ενός κοπρώδους φαλλού[8] σε τελευταία ανάλυση, η οποία με τη σειρά της προξενεί ενοχή.
Πηγή: JacquellineSchaeffer (2000).“L’ENIGME DU REFUS DU FEMININ” : Το αίνιγμα της απόρριψης του γυναικείου, ConférenceXIIeJournéeannuelle, Toulouse, “Sexualitéféminine”, 18 Mars. : Ελεύθερη απόδοση Σπουδή-Προσθήκες : Σάββας Μπακιρτζόγλου
[1] Προβληματική του φετιχισμού: Ο φετιχιστής άνδρας ή γυναίκα , διαμέσου του φετιχιστικού αντικειμένου (πόδι, στόμα, στήθος, μαλλιά, παπούτσια, σκουφάκι κλπ) , διαψεύδει την έλλειψη του πέους, ανατομική πραγματικότητα στο γυναικείο φύλο. Είναι μια άμυνα κατά του άγχους ευνουχισμού. Ο άνδρας με το φετιχιστικό αντικείμενο «επαναφέρει» το ελλείπον πέος στη γυναίκα, γεγονός που αποκλείει την έννοια του ευνουχισμού σε αυτόν τον ίδιο, και την πιθανότητα να του συμβεί.
[2] Σε μια δεύτερη φάση της γυναικείας ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης, την οποία ονομάζουμε φάση αλλαγής αντικειμένου (4ο-5ο έτος), το μικρό κορίτσι καλείται αρχίζει να συμφιλιώνεται με την ανατομική του διαμόρφωση (έλλειψη του πέους) οπότε αποεπενδύει προοδευτικά τη μητέρα ως αντικείμενο αγάπης για να επενδύσει στον πατέρα. Το κοριτσάκι εδώ, προκειμένου να γίνει γυναίκα, παραιτείται από την επιθυμία να κατέχει τη γυναίκα (τη μαμά).Η φάση της αλλαγήςαντικειμένου στο κορίτσι, συνοδεύεται από επιθετικότητα συγκινησιακές εκφορτίσεις και συχνά υπνηλία. Στη διάρκειά της το κορίτσι μπαίνει στον παθητικό σεξουαλικό ρόλο σε σχέση με το αντικείμενο αγάπης (φαντασίες παθητικές προς τον πατέρα). Εδώ η παλαιότερη ναρκισσιστική ενεργητική επιθυμία του κοριτσιού να έχει έναν φαλλό αντικαθίσταται από την αντικειμενοτρόπο παθητική επιθυμία της να «ευνουχιστεί» από τον πατέρα μέσω ενός βιασμού απ’αυτόν από τον οποίον θα προκύψει ένα παιδί. Έχουμε τότε αλλαγή της ενεργητικής θέσης σε παθητική οπότε συντελείται παράλληλα και αλλαγή της ερωγόνου ζώνης: η κλειτορίδα (αρσενική σεξουαλικότητα) δίνει τη θέση της στον κόλπο (θηλυκή σεξουαλικότητα). Πρόκειται για τη διαδικασία αλλαγής του οργάνου: από την κλειτορίδα στον κόλπο.
[3] Αφάνισις: Κατά τον Ε.Jones, αφορά στην εξαφάνιση της σεξουαλικής επιθυμίας. Η αφάνιση, όπως σημειώνει, είναι και στα δύο φύλα, το αντικείμενο ενός φόβου πολύ πρωταρχικότερου από το άγχος ευνουχισμού. Ο Jones (στον Golse 2002), κατέφυγε σε αυτήν την έννοια στα πλαίσια του εγχειριδίου του για την πρώιμη ανάπτυξη της γυναικείας σεξουαλικότητας. Ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από την ελληνική λέξη «αφάνιση», η οποία σημαίνει την εξαφάνιση της λάμψης και, από αστρονομικής πλευράς, την εξαφάνιση, την έλλειψη ορατότητας π.χ. ενός άστρου. Η έννοια της αφάνισης είναι ευρύτερη από αυτήν του ευνουχισμού. Οι Laplanche και Pontalis υποστηρίζουν ότι στη γυναίκα ο φόβος της αφάνισης συμπυκνώνεται στο φόβο του αποχωρισμού από το αγαπώμενο αντικείμενο. Σχετικά με αυτό, το 1963 ο Bowlby (στον Golse 2002), επαναφέρει την αντίληψη της αφάνισης επεξεργαζόμενος το άγχος αποχωρισμού. Η εξαφάνιση του αντικειμένου φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με τον φόβο του να μην δύναται πλέον να εστιάσει τις ενορμητικές ενστάσεις του, και ως εκ τούτου με τον φόβο να απωλέσει τη δυνατότητα καθώς και την ευχαρίστηση να επιθυμεί.
[4] Η έννοια της αποκατάστασης, ως συνώνυμος με την έννοια της επανόρθωσης, διατρέχει ολόκληρο το κλαινικό έργο. Πρόκειται για μια ανάγκη που κάνει την εμφάνισή της στην καταθλιπτική φάση (δεύτερο εξάμηνο της ζωής) και συνδέεται με τις τύψεις του βρέφους λόγω της μανιακόμορφης φαντασιακής επίθεσης εναντίον του σώματος της μητέρας κατά τους έξι πρώτους μήνες (σχιζοπαρανοειδής θέση).
[5] Στην κλαινική ψυχανάλυση, η κλειστοφοβία είναι συνυφασμένη με την φαντασία εισόδου εντός του σώματος της μητέρας. Είναι χαρακτηριστική η φαντασία του βρέφους της πρώτης ηλικίας της ζωής του, η επιθυμία του να μπει στην κοιλιά της μαμάς του για να κλέψει το «πολύτιμο» που υπάρχει μέσα της, δηλαδή το πέος το οποίο εκείνη έχει πάρει από τον πατέρα. Προκύπτουν οι συνεπαγόμενες ενοχές και ο φόβος αντιποίνων που εκδηλώνονται με τη μορφή ασφυκτικού άγχους εγκλωβισμού (θα μπει μέσα και δεν θα μπορέσει να βγει).
[6] Vaginismusή vaginism είναι μια συνθήκη η οποία προσβάλει την ικανότητα της γυναίκας για κολπικές διεισδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των σεξουαλικών, του αυνανισμού, της τοποθέτησης tampons περιόδου, της ανοχής γυναικολογικών εξετάσεων ( παπtestκ.λ.π). Πρόκειται για το αποτέλεσμα ενός ακούσιου μυϊκού σπασμού, ο οποίος καθιστά επώδυνο ή αδύνατο οποιοδήποτε είδος κολπικής διείσδυσης. Η γυναίκα που υποφέρει από vaginismus δεν ελέγχει συνειδητά τον σπασμό. Είναι ένα ανακλαστικό που συγκρίνεται με το αυτόματο κλείσιμο του ματιού όταν κάποιο αντικείμενο πάει να μπει μέσα του.
[7] Στην ψυχαναλυτική σκέψη, η λογική (ο Λόγος) είναι γένους αρσενικού, ενώ το πάθος είναι γένους θηλυκού.
[8] Στο πρωκτικό στάδιο (πρώτη πρωκτική φάση, πριν το μυϊκό έλεγχο των σφικτήρων) το παιδί «χάνει» τα «κακά» του (απώλεια κοπράνων). Βιώνει τα κόπρανα του εν ειδεικοπρώδους φαλλού σαν κάτι δικό του, οπότε η απώλεια τους είναι ένας ευνουχισμός (πρωκτικός ευνουχισμός).Έχει απώλεια, χάνει το αντικείμενο, και αυτό είναι ένας χαμός και καταστροφή του αντικειμένου. Σε αυτή τη φάση το παιδί χάνει το αντικείμενο, αλλά και μέρος του εαυτού του. Πρόκειται για τον πρωκτικό ευνουχισμό που είναι ένα προστάδιο του γενετικού ευνουχισμού: ο φόβος του υποκειμένου ότι θα χάσει το πέος του (οιδιπόδεια τιμωρία) έχει ένα προηγούμενο, το προηγούμενο ότι θα χάσει τα κόπρανα του.