Σάββας Μπακιρτζόγλου Ψυχολόγος-ψυχαναλυτής
Το 1931 ο Einstein σε μια επιστολή του στον Freud ρωτούσε: Υπάρχει ένας τρόπος για να ελευθερωθούν οι άνθρωποι από το κακό πεπρωμένο του πολέμου; Ο επιστήμων και διανοητής είδε την δίψα για εξουσία να βρίσκεται πίσω από τις φιλοδοξίες της κυρίαρχης τάξης η οποία αναζητά μόνον χρηματικά και οικονομικά οφέλη (κατασκευή και πώληση των όπλων, εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων και δύναμης), αδιαφορώντας για τα δεινά του πολέμου. Θέτει το ερώτημα: «Είναι δυνατόν η μειοψηφία αυτή να υποτάσσει στις επιθυμίες της την λαϊκή μάζα, η οποία από τον πόλεμο θα έχει να υποστεί μόνο βάσανα και ζημίες; ». Και συνεχίζει: « Μια εύκολη απάντηση θα ήταν, ότι η μειοψηφία εκείνων που κάθε φορά βρίσκονται στην εξουσία, έχει στα χέρια της την παιδεία και τον τύπο και επί πλέον τις θρησκευτικές οργανώσεις. Αυτό της επιτρέπει να οργανώνει και να κατευθύνει τα αισθήματα των μαζών μετατρέποντάς τα σε όργανα της πολιτικής της» (Freud, S.E.19, 252). Ο Einstein μάλιστα σημείωνε ότι οι διανοούμενοι ευκολότερα υποχωρούν στις καταστρεπτικές προτροπές, επειδή δεν έχουν άμεση επαφή με την χοντροφτιαγμένη πραγματικότητα, αλλά με την ζωή στη μορφή της τυπωμένης σελίδας…
Πολύ νωρίτερα ο Αριστοφάνης έφτανε να διακωμωδεί τον πόλεµο, καθώς σ’αυτόν έβλεπε την πηγή των περισσότερων κακών. Ύμνησε την ειρήνη και την αγροτική ζωή στην οποία άλλωστε αφιέρωσε τα καλύτερα λυρικά του τραγούδια.
Η θέαση του ποιητή τέμνεται εδώ με την κύρια ιδέα του Ησιόδειου Μύθου των Γενεών πως είναι η Αδικία και η Ύβρη οι μόνιμες αιτίες της καταστροφής του ανθρώπου. Ο ποιητής της Θεογονίας (όπως και ο Freud άλλωστε), είναι απαισιόδοξος και φαντάζεται µια εποχή όπου η Ύβρις θα κυβερνά παντού. Ορίζουμε δε την Ύβρη ως την αυθάδεια, κάθε παραβίαση και υπέρβαση μιας ορισμένης ισορροπίας δυνάμεων κοσμικών, κοινωνικών η ψυχικών, ένα σφάλμα που γεννά την ανισορροπία. Από τις εντονότερες Ύβρεις και βάση του Υπέρμετρου είναι η απληστία, με την έννοια της λαιμαργίας, ένα από τα πρώτα βιώματα της σχέσης με τη μητέρα (Μ.Κlein, 1946).
Hθλιβερή εποχή της Ύβρεως, εγκατεστημένη ήδη στις µέρες του Aριστοφάνη , μοιάζει να έχει φτάσει στο αποτρόπαιο ζενίθ της στα καθ’ ημάς, με τη γενικότερη καταρράκωση στην ηθική, κοινωνική και πολιτική τοπογραφία και τον ξεπεσµό του δηµοκρατικού ιδεώδους που δίχως άλλο καταλήγει να τέμνεται με την κατεδάφιση της παιδείας. Η τελευταία συνυφαίνεται άρρηκτα με την ιδέα του ανθρωπισμού, η κανονιστική αξία του οποίου συμπυκνώνεται στη φράση του Aρίστιππου: «Καλύτερα ζητιάνος παρά αµόρφωτος· ο ζητιάνος δεν έχει χρήματα, ο αμόρφωτος δεν έχει ανθρωπιά» (Classen C.J 1958).
Επί των ημερών μας μέσα στις δήθεν ανοιχτές συνθήκες της «επιτρεπτικότητας» και της ανοχής αναδύονται συμπαγείς οριοθετήσεις, διακρίσεις ανελέητες, εφιαλτικές, ανθρωποβόρες. Ο πολιτισμός είναι βορρά των αγορών, οι νεότευκτες κοινωνίες είναι δομημένες κατά το υπόδειγμα του «στρατοπέδου συγκέντρωσης» (Lacan, στον Βεργέτη Δ. 2017). Είναι μια πολιτική γκετοποίησης η οποία, μη αναγνωρίζοντας άλλη λειτουργία από την ωφελιμιστική, προάγει και νομιμοποιεί στιγματισμούς και στρατοπεδικές περιχαρακώσεις επιλεκτικά οριοθετημένων υποσυνόλων πληθυσμού που αποκόπτονται από το κοινωνικό σώμα και εκτοπίζονται, αλλά εντός του, σε θέση εσωτερικού αποκλεισμού. Ιδού μια αδήριτη αναγκαιότητα της νεοφιλελεύθερης αποδόμησης των κοινωνιών(παράδειγμα της δραματικά επίκαιρης προσφυγικής κρίσης, Βεργέτης Δ. 2017).
Απόσπασμα από το ομώνυμο σχόλιο για την κωμωδία «Ειρήνη» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τσιριγκούλη (25 και 27 Αυγούστου, «Σπίτι του ηθοποιού»).