Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής
Άνθρωποι άποροι, ανέστιοι, χρόνια ασθενείς, σε ορισμένες περιπτώσεις περιθωριακοί ή ξεχασμένοι από τους οικείους τους, μπορεί να καταλήγουν σε Ιδρυματικές Δομές όπου τους παρέχεται επ’αόριστον στέγη, τροφή και εν γένει περίθαλψη.
Η ενδοτοιχική ζωή τους είναι κατά κανόνα φτωχή σε ερεθίσματα, στερεοτυπική και μηχανικά επαναλαμβανόμενη με προεξάρχοντα σημεία τις παθητικοεξαρητικές συμπεριφορές, την ευερεθιστότητα και τον πρωτογονισμό (παλινδρόμηση σε πρωθύστερα εξελικτικά στάδια). Η καθημερινότητά τους συνήθως βρίθει εντάσεων αλλά είναι ταυτόχρονα βουβή, χωρίς το θόρυβο της ενεργούς-δημιουργικής ζωής, τοπίο που ενίοτε μπορεί να παραπέμπει στο ζοφερό φαινόµενο του ιδρυµατισµού (R.Spitz, 1945).
Στο έργο του «Η πανούκλα», το 1947, ο νομπελίστας AlbertCamusαφηγείται μια ερεβώδη τοπογραφία που προσιδιάζει σε αυτήν του ιδρυματισμού. Στο τρίτο µέρος του διαχρονικού μυθιστορήματος, περιγράφεται μια κατάσταση νοσηρής στασιμότητας σε μια γαλλική επαρχία της αλγερινής ακτής, όπου είχε ξεσπάσει προ πολλού η επιδημία της πανώλης: «Οι συµπολίτες µας συνήθισαν την κατάσταση… Είχαν εξουθενωθεί ψυχικά και σωµατικά. Εκείνη τη στιγµή είχαν ακόµη µνήµη, αλλά η φαντασία τους είχε χαθεί. Στη δεύτερη φάση της πανούκλας, χάθηκε και η µνήµη τους. Κανείς ανάµεσά µας δεν είχε πια μεγάλα αισθήματα. Όλοι όµως µοιράζονταν το κοινό αίσθηµα της µονοτονίας… Τώρα τους έβλεπες απαθείς και αφηρηµένους… Η ώρα της νύχτας είναι σκληρή για τον φυλακισµένο ή για τον εξόριστο, που έρχεται αντιµέτωπος µε το απόλυτο κενό . Όλοι πια είχαν καταλάβει πως πανούκλα θα πει ν’απαρνιέσαι τα προσωπικά σου…» (στην Μήτση Ε., 2013) .
Για την εύρυθμη λειτουργία των Ιδρυματικών Δομών, πέραν του διοικητικού προσωπικού, η ομάδα των εργαζομένων απαρτίζεται από νοσηλευτές και επιστημονικό προσωπικό (κοινωνικοί λειτουργοί, επισκέπτες υγείας, γιατροί, φυσιοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, ψυχολόγοι κ.λπ.), που πλαισιώνουν τη φροντίδα των περιθαλπομένων με πληθώρα συνοδευτικών υπηρεσιών.
Οι δύο ομάδες– περιθαλπόμενοι και λειτουργοί-μοιραία συναντώνται. Σχετίζονται και αλληλεπιδρούν συνειδητά αλλά πρωτίστως ασυνείδητα (αθέατα), καθώς αμφότερες βρίσκονται σε μια συνεχή «ζύμωση» μεταξύ τους.
Το φλέγον ερώτημα είναι: ποιος πληθυσμός θα επηρεάσει περισσότερο τον άλλο και προς ποια κατεύθυνση; Ποια από τις δύο ομάδες θα τείνει περισσότερο ν’ απορροφά την άλλη και με ποιές προσήκουσες συνέπειες;
Διατυπώνουμε την εξής υπόθεση: ενίοτε η δυναμική του συνόλου των περιθαλπομένων στη Δομή μπορεί να δουλεύει αθέατα και βουβά εν είδει ελκυστού τείνοντας να συμπαρασύρει στη δίνη της ολόκληρη τη λειτουργία ενός Οργανισμού. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να παρατηρούνται (ασυνείδητες) ταυτισιακές διεργασίες αυτών των ίδιων των εργαζομένων προς τους περιθαλπόμενους έτσι ώστε οι πρώτοι, ομοιάζοντας με τους δεύτερους, να αναπαράγουν σημεία ιδρυματικών αντιδράσεων, εικόνα η οποία εν μέρει τέμνεται και με αυτήν της επαγγελματικής εξουθένωσης (burnoutsyndrome). Πρόκειται για το φαινόμενο της ιδρυματοποίησης των εργαζομένων υπό το κράτος του οποίου, μέσω παλινδρομικών διαδρομών του Εγώ, οι συμπεριφορές των λειτουργών καθίστανται απρόσφορες προσιδιάζοντας προς εκείνες των περιθαλπομένων. Τότε οι υπάλληλοι μπορεί να παραιτούνται από τους στόχους τους αρνητικοποιώντας το εργασιακό περιβάλλον. Είναι ως εάν να λιμνάζουν, δείχνοντας ν’ απορροφώνται αυτοί οι ίδιοι από τους περιθαλπομένους σ’ ένα συγχωνευτικό συγκύτιο που ακινητοποιεί τους πάντες και ακυρώνει την όποια γόνιμη-δημιουργική παραγωγή (ενόρμηση του θανάτου κατά Freud, 1920). Oι τυχόν οπισθοδρομικές διαδρομές του Εγώ των εργαζομένων στα Ιδρύματα είναι τόσο ευχερέστερες και μαζικότερες όσο περισσότερο αυτοί θα ήταν ευεπίφοροι προς πρώιμες ψυχικές καθηλώσεις, επομένως όσο θα ήταν δομικά συγγενέστεροι με τους περιθαλπόμενους τους οποίους φροντίζουν.
Ο ιδρυματισμός των λειτουργών μπορεί να εκδηλώνεται πρωτίστως με την πλήρη απαξία όποιου φυγόκεντρου σχεδίου θα προμήνυε προοδευτικές αλλαγές στη λειτουργία της Υπηρεσίας, με την αμφισβήτηση της όποιας απόπειρας εξέλιξης, νεωτερισμού και εξωτοιχικού ανοίγματος του κέντρου, με την περιφρόνηση της σημασίας της επιμόρφωσης και των λοιπών δημιουργικών δραστηριοτήτων. Υπό το κράτος τυχόν επικείμενης εργασιακής ανάπτυξης, το Εγώ των υπαλλήλων κατακλύζεται από έντονο stress και τότε μπορεί να αντιδρούν συστρεφόμενοι επί εαυτού. Είναι φοβισμένοι και φοβικοί, απαισιόδοξοι, εκ σεσημασμένα καχύποπτοι και ευέξαπτοι τόσο μεταξύ τους όσο και προς τους υποστηριζόμενους, ταυτιζόμενοι τοιουτοτρόπως με την εκφορτιστική – συμπεριφορική ετοιμότητα των τελευταίων. Δείχνουν να χάνουν τα «μέσα» τους, τα εργαλεία του ρόλου τους, τον ενδιάμεσο λειτουργικό χώρο («πάγκος εργασίας»), με αποτέλεσμα να απαντούν στα συχνά ξεσπάσματα των περιθαλπομένων με το ίδιο νόμισμα (αμυντικός μηχανισμός της ταύτισης με τον επιτιθέμενο κατά AnnaFreud, 1936).
Το αντίβαρο στα «λιμνάζοντα ύδατα» περιθαλπομένων και εργαζομένων στα Ιδρύματα- όπως άλλωστε και σε όλες τις περιόδους κρίσεων- δε μπορεί παρά να αναζητείται στην Παιδεία, τη δεξαμενή των λαμπρών προϊόντων της μετουσίωσης. Παραφράζοντας κατά μία μόνο λέξη τη διάσημη ρήση του VictorHugo, γάλλου φιλόσοφου και ποιητήτου 19ου αιώνα, σημειώνουμε πως«Ανοίγοντας ένα Σχολείο κλείνει ένα Ίδρυμα».
Η ιδέα αφορά στον μετασχηματισμό των Ιδρυμάτων σε Εξωστρεφείς Διαδραστικούς Οργανισμούς Δια Βίου Γνώσης, διαμεσολαβούμενης από την εισαγωγή εντός των τειχών ενός θύραθεν γονιμοποιούντος θορύβου ζωής. Τελειόφοιτοι/μεταπτυχιακοί φοιτητές και απόφοιτοι των Ανθρωπιστικών Σπουδών και των Επιστημών της Υγείας μπορούν να συνομιλούν υποστηρικτικά με τους ιδρυματικούς περιθαλπόμενους, για να τους αφυπνίζουν με την «φρέσκια» παρουσία τους τον τόνο των ενστίκτων της ζωής και να τους κατευνάζουν ταυτόχρονα. Καθίστανται για κάποιο διάστημα οι έξωθεν οργανωτές τους, ο εν δυνάμει «χώρος» να περιέξει τις εσωτερικές τους καταιγίδες τις οποίες μόνοι τους δεν κατάφεραν να διευθετήσουν. Είναι η πρόθεση μιας Εξόδου, της όσμωσης- και δη αδελφοποίησης- των Ιδρυματικών Υπηρεσιών πρωτίστως με τους Πανεπιστημιακούς Φορείς (ΑΕΙ/ΤΕΙκ.λπ.), με απώτερο σκοπό την προαγωγή έργου κλινικού, ερευνητικού, πολιτιστικού, καλλιτεχνικού, την συναλλαγή των «εγκλωβισμένων» λειτουργών με την επιστημονική και την ευρύτερη κοινότητα διαμέσου της οργάνωσης συνεχών εκπαιδευτικών σεμιναρίων/ημερίδων ημερίδων από και προς τους εργαζομένους, κοινωφελών εκδηλώσεων π.χ. τη λειτουργία Προγραμμάτων Πρόληψης προς τους δημότες, με ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς τους επιστήμονες του Ιδρύματος.
Συν το χρόνω τα διμερή πρωτόκολλα συνεργασίας ανάμεσα στους συμβαλλόμενους φορείς μετουσιώνονται σε λειτουργικούς αποδοτικούς θεσμούς. Το Σχήμα μεταβολίζεται σε Ουσία έτσι ώστε προοδευτικά τόσο οι επιμορφωτικές δράσεις, οι παρεμβάσεις των ασκουμένων στην καθημερινότητα των περιθαλπομένων και κατ’ επέκταση των εργαζομένων, όσο και οι γενικότερες «τριβές» της ενδοτοιχικής με την εξωτοιχική ζωή, να εγκαθίστανται στην ιδρυματική ζωή όλων εν είδειψυχικού τροφοδοτικού κατεστημένου.