Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής
Η ντροπή, είναι ένα αίσθημα ότι καταστρατηγήθηκαν κάποιες αξίες και ιδεώδη κοινωνικά τα οποία έχουν εξωτερική διάσταση και εμφορούνται από αξίες άλλων. Εκπορεύεται από ναρκισσιστικές απαιτήσεις που σχετίζονται με το Ιδεώδες Εγώ, το οποίο σαφώς διαφέρει από το Υπερεγώ(η λογοκρισία εντός μου).
Το λειτουργικό Υπερεγώ γενικά λέει : «μην κάνεις». Όμως, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι άνθρωποι που είναι οργανωμένοι υπό την αιγίδα του ιδεώδους, όταν μιλάνε για «τύψεις» εννοούν «ντροπή» για πράγματα που έκαναν ώστε να αποκλίνουν από τις προδιαγραφές της υψηλής εικόνας τους, ενώ στην πραγματικότητα παρουσιάζουν έλλειψη ενοχικότητας.
Πρόκειται για πράξεις οι οποίες δεν υπερβαίνουν τόσο ένα εσωτερικευμένο Υπερεγώ (οι αξίες μου), αλλά περισσότερο ιδεώδη κοινωνικά τα οποία έχουν εξωτερική διάσταση και εμφορούνται από αξίες άλλων.
Κατά την Ποταμιάνου (1993) το Ιδεώδες Εγώ αφορά σε χώρο και χρόνο της μητρικής παντοδυναμίας όπου τίποτα δεν είναι αδύνατο και καμιά απώλεια δε θεωρείται δυνατή. Εδώ το Υπερεγώ, υποταγμένο στις μεγαλομανιακές απαιτήσεις του ιδεώδους δεν καταφέρνει να εκπληρώσει το οργανωτικό του λειτούργημα.
Είναι συνήθης η συσπείρωση της λιβιδούς του εφήβου στο Ιδεώδες Εγώ. Αφορά σε αμυντική διεργασία σε αυτήν την εξελικτική περίοδο (και όχι μόνον…) η οποία ωστόσο στην εκ σεσημασμένη της μορφή μπορεί να αποκόπτει τον οργανισμό από τις ενορμητικές του πηγές (θυσία των “χυμών της ζωής” στο όνομα της “τελειότητας”) οδηγώντας π.χ, στο φαινόμενο του “ασκητισμού” ( περιγράφηκε εύστοχα στο έξοχο άρθρο της Α.Freud “On Adolescence”). Το Ιδεώδες Εγώ (μια μορφή αρχαϊκού Υπερεγώ), παραπέμπει στον ναρκισσισμό (είναι o κληρονόμος-απότοκος του παιδικού ναρκισσισμού), αφορά στην απαίτησή μου για μια “υψηλή!” εικόνα του Εγώ, αυτό που δείχνω προς τα έξω (ψευδής εαυτός), ώστε να αντλώ από την “πρόσοψη” της εικόνας μου ναρκισσιστικές απολαβές. Πρόκειται για τις μεγαλομανιακές απαιτήσεις ενός “υψηλού” εαυτού ελεύθερου αμαρτίας και “ολισθημάτων” ως εκ τούτου κατά πολύ “ανώτερου” από τον γήινο- χοϊκό άνθρωπο που πλήττεται από τα λάθη και τα πάθη του (άνθρωποι “δεύτερης” κατηγορίας…).
Η ταινία ο «Μαύρος Κύκνος» (BlackSwan) του DarrenAronofsky φαίνεται να πραγματεύεται εύστοχα τις συνέπειες της τυφλής θυσίας και προσφοράς των δυνατοτήτων του Εγώ στο όνομα του Ιδεώδους, που καταλήγει να αποστειρώνει κυριολεκτικά τον οργανισμό από τους «χυμούς» της ζωής, υπηρετώντας, εν τέλει, την ενόρμηση του θανάτου (αυτοκαταστροφή). Το υποκείμενο τότε χάνει τη δική του λιβιδινική τροφοδοσία, την ατομική μοναδική του ιδιαιτερότητα και συμμορφώνεται στο όνομα μιας υπερπροσαρμογής του στο ομαδικό, στην κοινωνική πραγματικότητα, στις κοινωνικές νόρμες και αξίες.
Το Ιδεώδες Εγώ παραπέμπει στον ναρκισσισμό (είναι o κληρονόμος-απότοκος του παιδικού ναρκισσισμού). Το Εγώ απευθύνεται στο Ιδεώδες όπως ένα παιδί θα απευθυνόταν στους παντοδύναμους γονείς: «δώσε μου τα όλα πατέρα», λέει η Άρτεμις στο Θεό. Και ο Θεός απαντά: «πάρτα παιδί μου και θα σου δώσω κι άλλα καλύτερα απ’ όλα» (στίχοι 25 και 43-44 του ύμνου στην Αρτέμιδα). Στην ταινία το τέλειο σώμα της πρωταγωνίστριας (Νίνα) αφορά στην αυταπάτη του ναρκισσισμού (φαντασίωση), σχετικά με μια εξιδανικευμένη εικόνα του Εγώ.
Πριν από χρόνια μια νεαρή γυναίκα περίπου 24 ετών σε κατάσταση κατάρρευσης, ζήτησε τη βοήθειά μου επειδή είχε κοιμηθεί με το αγόρι της καλύτερης φίλης της. Ενοχική; Μάλλον όχι! Πρωτίστως ντροπιασμένη, τσαλακωμένη και ηττημένη (ναρκισσιστικό πλήγμα) καθώς είχε εκπέσει από το βάθρο μιας ναρκισσιστικής ανωτερότητας (ιδεώδες) της αφύσικής -υπερφυσικής απαίτησης για έναν εαυτό αγνό, αναμάρτητο, άσπιλο, άμωμο…
Στο αίσθημα της ντροπής ο προεξάρχων αμυντικός μηχανισμός του Εγώ είναι η καταστολή. Αφορά σε μηχανισμό κατά την πρώιμη σχέση του παιδιού με τη μητέρα του: το παιδί συμπιέζει τις αγωνίες του και τις συγκινήσεις του γιατί αυτές θα αποτελούσαν μια απειλή για τη ζωή της μαμάς του. Επί παραδείγματι, όταν αυτή είναι σε κατάθλιψη επιβάλλει μια σιωπή στην εκφραστικότητα των συγκινήσεων του παιδιού.
Επίσης, για παιδαγωγικούς σκοπούς, σε ορισμένες οικογένειες τα παιδιά δεν έχουν δικαίωμα να παραπονιούνται. Σιγά- σιγά το παιδί εσωτερικεύει αυτή τη σιωπή, την καταστολή των συγκινήσεων του (αρνητικοποίηση των συγκινήσεων) υπό το καθεστώς των απαιτήσεων ενός Ιδεώδους Εγώ, αυτού της μαμάς, της οικογένειας γενικότερα. Αποκόπτεται τότε από τις δικές του ενορμητικές πηγές, δηλαδή χάνει τη δική του λιβιδινική τροφοδοσία, εκπίπτει η ατομική, μοναδική του ιδιαιτερότητα και συμμορφώνεται στο όνομα μιας υπερπροσαρμογής του στο ομαδικό, στην κοινωνική πραγματικότητα, στις κοινωνικές νόρμες και αξίες. Εύκολα θα αισθάνεται ντροπή κάθε φορά που θα «παρακάμπτει» τις έξωθεν αξίες προς όφελος των ατομικών του επιθυμιών. Το Εγώ του υποκειμένου εδώ καταστέλλει (αμυντικά) τις συγκινήσεις του, τις αρνητικοποιεί στο όνομα του ιδεώδους (ναρκισσιστική θεματική). Λόγω του αμυντικού μηχανισμού της καταστολής προκύπτει μια πτώση του τόνου των ενστίκτων της ζωής τα οποία «πνίγονται» για χάριν αυτής της συστοιχίας με το έξωθεν
Συμπερασματικά, το Ιδεώδες Εγώ οδηγεί στον αμυντικό μηχανισμό της καταστολής, και κατ’ επέκταση στην ανρνητικοποίηση των λειτουργιών της ζωής (τίθεται στην υπηρεσία της ενορμήσεως του θανάτου, στο ενορμητικό σβήσιμο)
Στις Βάκχες ο Ευριπίδης καταγγέλλει μέσα από το πρόσωπο του Πενθέα, το χαρακτήρα και την προσωπικότητα όλων όσοι ενσαρκώνουν την τελειοποίηση και τελειότητα τις οποίες θεωρεί άκαμπτες, παγωμένες και συνεπώς απρόσφορες για κάθε λιβιδινική αναδιοργανωτική παλινδρόμηση.
Ο Ευριπίδης πνεύμα ανανεωτικό, προκλητικό και αμφιθυμικό, αμφισβητεί καθετί που οδηγεί σε μια στατική τελειοποίηση, καταγγέλλει την τάση για το τέλειο του 5ου αιώνα .
Ο Πενθέας είναι καθηλωμένος όσον αφορά τη διαδικασία «ολοκλήρωσής» του και παραμένει σε μια θέση ναρκισσιστικής επάρκειας, στατικός και αναλλοίωτος μέσα στην αναζήτηση της τελειότητας. Ενσαρκώνει τους νόμους και ηθική των Ολυμπίων θεών άκαμπτα χωρίς την παραμικρή παρεκτροπή και απόκλιση.
Ο Διόνυσος του Ευριπίδη έρχεται να ενδυναμώσει και ανακαινίσει τον ολυμπισμό τον οποίο ο συγγραφέας αισθάνεται πολύ συντηρητικό και τελειοποιημένο-«τελειωμένο» στις αρχές του 5ου αιώνα. Μολονότι ο Πενθέας με τη στάση του υπερέχει έναντι των βαρβάρων εν τούτοις ο τραγικός συγγραφέας εφιστά την προσοχή μας προς αυτό το τελικά νοσηρό ιδεώδες το οποίο ενσαρκώνει. Τω όντι, ο Πενθέας δε μπορεί να φθάσει στη «σαρτρική»(Jean-PaulSartre, γάλλος φιλόσοφος) διεργασία αποδιοργάνωση-αναδιοργάνωση, δε μπορεί να αποδομηθεί πρώτα, να παλινδρομήσει, να από-ολοκληρωθεί για να επαναδομηθεί και να επαν-ολοκληρωθεί στη συνέχεα. Κρατά τον ενορμητικό έλεγχο (το πάθος), δεν τον αφήνει έστω για λίγο να του διαφύγει, εμφορείται από μια δυσκαμψία οριακού τύπου.
Ο Διόνυσος με τη σειρά του θέλει να εισάγει το δικό του τρόπο λατρείας που απαρτίζεται από στοιχεία του πρωτόγονου παρελθόντος των Ολυμπίων, όπως ο χορός των Μαινάδων ο οποίος παραπέμπει στη λατρεία της Κυβέλης μιας χθόνιας θεάς. Ο Διόνυσος προσπάθησε να ανοίξει τις κατεσταλμένες οδούς του ψυχικού οργάνου του Πενθέα καθιστώντας την ενορμητική του κινητικότητα και τα ψυχικά του συστήματα πιο εύκαμπτα: εν ανάγκη, σα να λέει , ας είμαστε και λίγο τρελοί, ας ελαττώσουμε την κατασταλτική δύναμη και ας αφήσουμε να λειτουργήσει η επιστροφή του κατεσταλμένου… Όταν αναγκάζει τον Πενθέα να παλινδρομήσει με τη θεία του δύναμη τον κάνει να «σπάσει» και να κατατεμαχιστεί ψυχικά, ιδού η ιδιοφυία του Ευριπίδη ο οποίος ούτως η άλλως τείνει προς το μέτρον και είναι πιστός στο «μηδέν άγαν». Ο Διόνυσός του δεν προτείνει μόνο την επάνοδο των ωμών ενορμήσεων ( ανθρωποφαγίες των μαινάδων) αλλά εισάγει και μια καινούργια τελετουργία η οποία συμβολίζει και αναπαριστά -μεταμφιέζοντάς τις- τις ενστικτώδεις διεγέρσεις μας, ζητά τελικά να μεταβολίσει το μομιοποιημένο και ναρκισσιστικό Ιδεώδες του Εγώ το οποίο ενσαρκώνει ο Πενθέας.
Μέσω του προσώπου του Διονύσου ο Ευριπίδης προτείνει μια λιβιδινική έγχυση (συγκινησιακή ρευστοποίηση) ικανή και δυνάμενη να κινητοποιήσει τη δυσκαμψία που γεννούσε ο περφεξιονισμός της εποχής του πρωτίστως οι σοφιστές εκείνης της περιόδου. Ρίχνει έτσι ένα μήνυμα συναγερμού με εντελώς ψυχαναλυτικό τρόπο, είναι σα να λέει «παλινδρομήστε εν όψει μιας καλύτερης αναδιοργάνωσης». Ο Πενθέας έμπλεος ναρκισσισμού έζησε με το Εγώ του αποκομμένο από τις ενορμητικές του πηγές, επέδειξε ακαμψία στο όνομα μιας ιδεώδους εικόνας εαυτού τέλειας, ακεραίας ,άσπιλης, αυτάρεσκης. Συμμορφώθηκε στο συλλογικό δηλαδή στις έξωθεν ερχόμενες ιδεώδεις αξίες ξεπουλώντας την γνήσια αξία της ατομικότητάς του.
Παρά το όνομά του το οποίο παραπέμπει στο πένθος, ο Πενθέας δε μπόρεσε να βιώσει, να πενθήσει την απώλεια της τελειότητάς του. Λησμόνησε ότι ακόμα και ο ίδιος ο Δίας δεν παρουσιάστηκε ποτέ ως πρότυπο τελειότητας, αντίθετα είχε συχνά περιπέτειες κάθε άλλο παρά ηρωικές κοντά στις ανθρώπινες αδυναμίες. Τω όντι, στην αρχαία Ελλάδα θεοί και άνθρωποι υποτάσσονται στην «ανάγκη», δηλαδή τους κοσμικούς νόμους, ιδού εδώ η γειτνίαση-ψυχολογική συγγένεια των ανθρώπων με τους θεούς η οποία βοήθησε ώστε οι Έλληνες να δρουν, να σκέπτονται και να δημιουργούν ως ισόθεοι. Για τον ψυχαναλυτή ό άνθρωπος δημιούργησε τον Θεό (και τις θεότητες ) κατ’ εικόνα και ομοίωσή του και όχι το αντίθετο, έτσι ώστε ο κάθε λαός έχει τους μύθους και τη θρησκεία που του αξίζουν.
Στην ψυχαναλυτική θεώρηση του Freud και των επιγόνων του, η έκλυση κοινωνικής βίας, συμπίπτει με τις κατά καιρούς αναδιατάξεις των κοινωνικών δομών και των δεσμών που συνδέουν τα μέλη της ανθρώπινης ομάδας μεταξύ τους και με τον αρχηγό τους. Αυτό παρατηρήθηκε στο Γ’ Ράιχ, και σε άλλα αυταρχικά ηγετοκεντρικά καθεστώτα. Στην περίπτωση αυτήν, σημειώνονται στα μέλη της ανθρώπινης ομάδας φαινόμενα μείωσης των υπερεγωτικών δομών, προς όφελος εξιδανικευτικών αμυντικών στρατηγικών.
Η εξιδανίκευση, φυσιολογικό συστατικό του ψυχισμού για την λειτουργική του ευρυθμία, όταν εκτρέπεται προς μια κατεύθυνση γιγάντωσης, συμπαρασύρει σε υπολειτουργία άλλες ψυχικές δομές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία συμπτωμάτων όπου υπερτερεί η καταστροφικότητα και το μίσος. Τότε η κατοχή του ιδεώδους εκχωρείται στον αρχηγό, ο οποίος ακολουθείται τυφλά και στις πλέον σκληρές και παράλογες επιλογές του.
Η υπεροχή του Ιδεώδους ως ψυχικού άξονα έναντι του Υπερεγωτικού, ο οποίος ρυθμίζει τα όρια και τις απαγορεύσεις, συνδέεται και με την αύξηση κοινωνικών εκτροπών ρατσιστικού και φυλετικού τύπου. Με μια ανάλογη παλινδρόμηση ατόμων και ομάδων, αποδίδεται και η παρατηρούμενη διχοτόμηση και σύγκρουση μεταξύ των πολιτισμών, η οποία σοβεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Στο πλαίσιο των διεργασιών του ψυχισμού στην εφηβεία, η υπερτροφική εξιδανίκευση που αποτελεί συχνό φαινόμενο, οδηγεί σε υπολειτουργία άλλες δομές οπότε η ψυχική ένταση, απότοκος της χαλάρωσης της ψυχικής δομής λόγω της μεταβατικότητας της οργάνωσης και της ταυτισιακής ρευστότητας, μπορεί να οδηγήσει στην καταφυγή σε μικρές ομάδες ομηλίκων. Αυτές οι ομάδες είναι ικανές, εν όψει συγκεκριμένων ιδεωδών ή προκαταλήψων, να οδηγηθούν σε βίαιες ενέργειες (ο σκοπός αγιάζει τα μέσα), εκφορτιστικές από τη μια και τονωτικές της ταυτότητας από την άλλη, μιας ταυτότητας όμως όπου υπερισχύει ένας ασταθής ναρκισσικός πληθωρισμός.
ΠΗΓΕΣ
Μπακιρτζόγλου Σ. σ.69 «Ο ενορμητικός άξονας της επιθετικότητας περί της ενορμήσεως του θανάτου»
Μπακιρτζόγλου Σ. σ. 95«Σωματόμορφα ενοχλήματα και ψυχοσωματικές νόσοι: το κορμί είναι ομιλόν, το βουβό σώμα αρρωσταίνει»
Μπακιρτζόγλου Σ. «Ψυχαναλυτικές απόψεις σχετικά µε τη γραφή και το περιεχόµενο των µύθων»
Μπακιρτζόγλου Σ. «Ο μαύρος κύκνος»(BlackSwan) του DarrenAronofsky που παρουσιάστηκε στον πολυχώρο «Κιβωτός» την 1η Απριλίου 2017