O ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΡΑΥΣΜΑΤΟΣ

Σάββας Μπακιρτζόγλου | Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτής

Κατά τον 19ο αιώνα, ο γαλλικός κλασικισμός είχε αρχίσει να παρακμάζει και μαζί του να εκπνέει η ενσάρκωση ενός παγκόσμιου, αληθινού, αιώνιου ιδεώδους. Επακολούθησε η καθιέρωση του ρομαντισμού ο οποίος έδινε θέση στη λατρεία του θραύσματος. Ο ίδιος ο Byron παρίστανε τον κουτσό σ’ όλη του τη ζωή, ενώ γύρω στα 1820 το γλυπτό της Αφροδίτης, η θεά με τα κομμένα χέρια, φαίνεται να ασκούσε απαράμιλλη γοητεία ακριβώς μέσα σε μια κουλτούρα του κατακερματισμού. Γοήτευσε όχι μόνο τα παρηκμασμένα και εξαντλημένα υπολείμματα του κλασικισμού αλλά επίσης διαδοχικές γενιές ρομαντισμού.

Ο AdolfFurtwangler (1853-1907) όταν στοιχειοθέτησε την κατ’ αυτόν σωστή αναπαράσταση του αγάλματος άφηνε να εννοηθεί ότι, τελικά, η εξαφάνιση των χεριών δεν ήταν και μεγάλη απώλεια. Ήταν σα να υποστήριζε ότι το «μέρος» ήταν καλύτερο από το όλο. Ενδέχεται να ήταν ακριβώς λόγω αυτής της ιδιαίτερης και ακρωτηριασμένης φυσικής κατάστασης του αγάλματος που επιχειρήθηκε να του αποδοθούν παγκοσμίως τόσα πολλά νοήματα και έγιναν πολυάριθμες υποθέσεις ως προς την αρχική φόρμα του γλυπτού.

Τη δεκαετία του 1870 J.Aicard υποστήριζε ότι η «λειψή» Αφροδίτη μοιάζει ζωντανότερη και αυθεντικότερη από το χαμένο όλο. Φαίνεται ότι η αρχαία τέχνη μας έφτασε σε κατακερματισμένη κατάσταση και εμείς προσαρμόσαμε το γούστο μας σ’ αυτήν. Καταλήξαμε να πιστεύουμε ότι το θραύσμα είναι ζωντανότερο, αυθεντικότερο, πιο συμπυκνωμένο, ιδού μια σαφής προτίμηση για τα μέρη, έτσι ώστε η σύγχρονη αισθητική συνήθως να προτιμά την εμπειρία που προσφέρουν π.χ. οι μισοτελειωμένες μορφές του Michelangelo από εκείνη των ολοκληρωμένων.

Η  Μ.Klein το 1932, υπογράμμιζε ότι το βρέφος στη φαντασία του επιτίθεται στο στήθος της μαμάς όταν αυτό  βιώνεται ως κακό-στερητικό (vsκαλό-τροφοδοτικό). Xαρακτηριστικά, η Άννα Ποταμιάνου δήλωνε « Οι βανδαλισμοί των τελευταίων ετών στο κέντρο της Αθήνας δεν ήταν οργή, η οργή έχει στόχους. Ήταν τυφλή βία προς ένα σώμα. Η Αθήνα είναι ένα σώμα. Δεν μπορείτε να σκοτώσετε τη μητέρα σας, την Αθήνα όμως μπορείτε να τη σκοτώνετε» (Ελευθεροτυπία 21/4/2012).

Την σχιζοπαρανοειδή φάση του βρέφους διαδέχεται η καταθλιπτική όπου  το βρέφος φοβάται ότι θα αφανίσει- χάσει το αγαπώμενο αντικείμενο (μαστός) καθώς εξακολουθεί να εμφορείται από ανεξέλεγκτες λαίμαργες και σαδιστικές ορμές. Διακατέχεται τόσο από τη νοσταλγία της εποχής εκείνης όπου περιείχε ακέραιο το αγαπώμενο αντικείμενο-πριν το καταστρέψει-όσο και από ένα έντονο συναίσθημα τύψεων και ενοχών επειδή έχασε αυτό που αγαπούσε, εξαιτίας της δικής του εχθρότητας: η εμπειρία της απόλυτης συντριβής ξυπνά επανορθωτικές ορμές, μια ακατανίκητη επιθυμία του ν’ αναδημιουργήσει, να συγκροτήσει και να ξανακερδίσει αυτό το οποίο προηγουμένως είχε καταστρέψει.

Για τα εκατομμύρια του κόσμου που απόλαυσαν το άγαλμα από το 1821, η Αφροδίτη σημαίνει (αναπαριστά, συμβολίζει) την εσωτερική μητέρα η οποία επέζησε των καταστροφών μιας φαντασιογενούς επίθεσης. Παραμένει κυρίαρχο το στοιχείο της ανάγκης επανόρθωσης του γλυπτού, της επιθυμίας ανασυγκρότησης της εσωτερικευμένης μητέρας. Οι καταστροφές που υπέστη το κατέστησαν έργο το οποίο χρειαζόμαστε να συμπληρώνουμε εντός μας, ιδού η διαχρονικότητά της.  Ως δημιουργία που αρνείται να μας δώσει όλες τις απαντήσεις, πολλαπλασιάζει την αισθητική μας απόλαυση καθώς ξυπνά στους θεατές της συναισθήματα συνδεδεμένα με τις αρχαϊκότερες φαντασιώσεις τους αναφορικά με την άγρια επίθεση ενάντια στο σώμα της μητέρας και την επακόλουθη διαδικασία επανόρθωσης.

Το στοιχείο του ακρωτηριασμού, το ερείπιο, πλουτίζει την αισθητική μας εμπειρία επειδή συνεπάγεται την παραδοχή μιας αρχικής καταστροφής και της συνεπαγόμενης καταθλιπτικής σύγκρουσης. Κατ’ επέκταση, ένα έργο τέχνης όταν στερείται στοιχείων τα οποία μπορούμε να ονομάσουμε «άσχημα» με την έννοια του κατακερματισμένου, δεν δύναται να είναι ωραίο, μοιάζει απλώς χαριτωμένο και είναι «γλυκανάλατο».

Ο ενθουσιασμός για τα ερείπια (2ο μισό του 18ου αιώνα και μετά), ήταν ένα σύμπτωμα της ρομαντικής διάθεσης στο δυτικό κόσμο με προεξάρχοντα το αίσθημα ενοχής και το άγχος αποκατάστασης, καθώς ο καλλιτέχνης φαίνεται μέσα από την τέχνη του ν’ αναζητά νοσταλγικά τον χαμένο παράδεισο, αφανισμένο από δικό του λάθος. Έκτοτε ο ακρωτηριασμένος κορμός μοιάζει να έχει περισσότερο νόημα και έκφραση από ένα ακέραιο έργο τέχνης.

Επειδή η Αφροδίτη δεν αποσιωπά την επίθεση, καθίσταται έργο βαθύτερο και ικανοποιητικότερο απ’ ότι ένα ακέραιο, «πλήρες» έργο που αρνείται την καταστροφή. Το υπερβολικά «τέλειο» συνεπάγεται μάλλον μια διάψευση της καταστροφικής  σύγκρουσης παρά την ειλικρινή επανόρθωση του κατακερματισμένου από την εχθρότητά μας αντικειμένου.

Σάββας Μπακιρτζόγλου, Πρόγραμμα «Επέκεινα»-Ψυχαναλυτική Πράξη.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ